Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Θρύλοι,θρήνοι και Παραδόσεις για την Άλωση της Πόλης






.

Απόσπασμα επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (με συμπλήρωση του άρθρου του και με άλλους θρήνους.)
Ω Πόλις, Πόλις πόλεων πασών κεφαλή!

Ω Πόλις, Πόλις κέντρου των τεσσάρων του κόσμου μερών!

Ω Πόλις, Πόλις Χριστιανών καύχημα και βαρβάρων αφανισμοί.

Ω Πόλις, Πόλις άλλη παράδεισος φυτευθεισα πρὸς δυσμάς,

έχουσα ένδον φυτὰ πάντοτα βρίθουσα καρποὺς πνευματικούς!

Ποῦ σου το κάλλος, παράδεισε;
Θρήνοι

Θρήνοι για την καταστροφή και την άλωση πόλεων ή χωρών σώζονται και σε παλιότερα λογοτεχνικά δημιουργήματα. Ιδιαίτερα όμως αναπτύσσονται μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.






Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθήτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είνε πλέον Μάιος δι' εμάς από τότε όπου έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένος Μάιος. Ο πλέον καλός μήνας, ο μοσχοβολημένος μήνας της χαράς, γίνηκε για εμάς ο πλέον ασβολερός, ξέρακας χειρότερος από τον δεκέμβρην. Εμαράνθη το άνθος της καρδίας μας. Έπεσεν ο στέφανος από την κεφαλήν μας.
Ποιος έχει μαρμαρένιαν καρδιάν δια να μην κλάψει; Σφουγγίζω τα μάτια μου και στρέφω και κυτάζω κατά την θάλασσαν. Πέραν θαμποφαίνονται μέσα εις το άχνισμα του πελάγους τα βουνά και οι κάβοι της Ανατολής. Εις εκείνα τα μέρη εγεννήθη ετούτος ο νεομάρτυς Κωνσταντίνος, εκεί εγεννήθηκα κι εγώ. Και αν ήτον τινας παρών εδώ όπου κάθομαι, θα έβλεπε πως ετούτο το χαρτί όπου γράφω είνε βρεμμένον από τα δάκρυα όπου σμίγουν με το μελάνι.
Φώτης Κόντογλου


Το πάρσιμο της Πόλης, που αποτελούσε το κέντρο του Ελληνισμού, είχε βαθιά και οδυνηρή απήχηση στην ψυχή του λαού και θεωρήθηκε ως τραγικό σημάδι για τη μοίρα ολόκληρου του Έθνους. Ήταν επόμενο η λαϊκή μούσα και η λόγια ποίηση να θρηνήσουν την απώλεια, με ιδιαίτερα συγκινητικό τρόπο. Παράλληλα όμως με την ψυχική συντριβή, οι θρήνοι εκφράζουν και τις ελπίδες του έθνους ότι δε θα αργήσει η μέρα για την απελευθέρωση: «Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι». Έτσι ο λαός, μέσα στα τραγικά χρόνια της σκλαβιάς, έβρισκε κάποια παρηγοριά για τα δεινά του.

Τα ποιήματα αυτά, μερικά από τα οποία γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και άλλα πολύ αργότερα, αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας, κυρίως όμως ως ιστορική μαρτυρία για τις πληροφορίες και τις κρίσεις που περιέχουν. Ελάχιστα παρουσιάζουν και κάποιες λογοτεχνικές αρετές.

Στο γεγονός της Αλώσεως αναφέρονται και πολλά δημοτικά τραγούδια, όπως το πασίγνωστο «Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη…». Παραθέτουμε εδώ δυο αποσπάσματα από το θρήνο Το ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης.

Το ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης


Το θρηνητικό αυτό ποίημα αποτελείται από 118 δεκαπεντασύλλαβους στίχους και γράφτηκε, πιθανότατα, σύγχρονα, με το γεγονός που ιστορεί, από άγνωστο ποιητή. Ο ποιητής του, σύμφωνα με νεότερη άποψη του Κριαρά, είναι Κύπριος. Περιγράφει με απλό και συγκινητικό τρόπο την άλωση και καταστροφή της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων και τις τελευταίες στιγμές του αυτοκράτορα.
5 Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;
10 Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
- «Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;»
- «Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος.
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην·
15 απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
……………………………………………………….
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κι έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη
20 κι εις την Κωσταντινόπολην, την πρώτην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγεις.
Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλεις
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομίες να κάμνουν,
να ποίσου στάβλους εκκλησιές, να καίουν τας εικόνας
25 να σχίζουν, να καταπατούν τα ‘λόχρυσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν ,
να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στη θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν.


ανακάλημα: θρήνος (ρ. ανακαλιέμαι στην Κύπρο).
απαραμύθητος: απαρηγόρητος.
απαντοχή: ελπίδα.
κάτεργον: πλοίο.
υπαντώ: συναντώ.
ακ (+αιτιατ.): από.
αστροποχάλαζη: αστραπή με χαλάζι, συμφορά.
γομάρι: φορτίο πλοίου.
αμέ: αλλά.
δολωμένος (για πράγματα): δολερός, δόλιος.
φέγγω: φωτίζω.
φουμισμένος: φημισμένος.
ποίσουν (ποιήσουν): κάνουν.
λιθάρι: πολύτιμος λίθος.
ευκόσμησις: τα στολίδια.

Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας

Ολόκληρο το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης

Δημοσιεύθηκε από τον Σαραντάκο sarant στο 29 Μαΐου, 2010
Κι όπως γράφει :


Μια και σήμερα είναι η επέτειος της Άλωσης, αλλά είναι και σαββατοκύριακο, που συνηθίζω να βάζω λογοτεχνικά κείμενα, είπα να ανεβάσω το Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης, έναν εκτενή θρήνο για την άλωση, που απ’ όσο είδα δεν υπάρχει ολόκληρος στο Διαδίκτυο. Βέβαια, μισές δουλειές κάνω διότι σας τον παρουσιάζω πολυτονικά, που και αδικαιολόγητο είναι από φιλολογική άποψη (εφόσον πρόκειται για νεοελληνικό κείμενο) αλλά και εμποδίζει το γκούγκλισμα των λέξεων. Όμως, το ομολογώ, το κείμενο το έχω πάρει κοπυπαστηδόν από το TLG, και δυστυχώς δεν προλαβαίνω να το μονοτονίσω. Αν κάποιος εθελοντής θέλει να βγάλει τα αλεξαντριανά σκουληκάκια και να μου στείλει το μονοτονισμένο κείμενο να το ανεβάσω, θα του χρωστώ χάρη -μόνο ας το δηλώσει στα σχόλια, να μην κάνει κι άλλος άδικα τον κόπο. Ευχαριστώ τον αγαπητό Voulagx που μονοτόνισε το κείμενο κι έτσι μπορεί να κυκλοφορήσει χωρίς αλεξαντριανά σκουληκάκια στο Διαδίκτυο. Γιατί μονοτονικό; α) Επειδή πολλοί δεν βλέπουν το πολυτονικό (και δεν έχουν δυνατότητα να ρυθμίσουν το μηχάνημά τους), β) επειδή οι πολυτονιζόμενες λέξεις δεν γκουγκλίζονται, και το κυριότερο γ) επειδή δεν υπάρχει κανείς λόγος να πολυτονίζονται νεοελληνικά κείμενα, γραμμένα σε γλώσσα που δεν γνωρίζει μακρά και βραχέα, ιδίως δε κείμενα της ανώνυμης ή προφορικής δημιουργίας. Αλλά για να μην τα πω εγώ, αφήνω να επιχειρηματολογήσει ο Τάσος Καπλάνης, που είναι και ειδικός.

Το κείμενο το ανακάλυψε ο Λεγκράν το 1875 σε μια παρισινή βιβλιοθήκη και από τότε έχει εκδοθεί πολλές φορές. Εγώ το πήρα, όπως λέω και πιο πάνω, από το TLG, αλλά το παρουσιάζω μονοτονικά. O Εμμ. Κριαράς θεωρεί ότι γράφτηκε στην Κύπρο αμέσως μετά την Άλωση. Να σημειωθεί ότι “ανακάλημα” δεν είναι “ανάμνηση” όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, αλλά θρήνος.



Θρήνος, κλαυμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλην την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ’πεν; Τις το μήνυσε; Πότέ ’λθεν το μαντάτο; (5)

Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
«Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
«Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην· (10)

απέ την Πόλην ερχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν δε βαστώ, αμμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην,
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν.» (15)

«Στάσου, καράβι, να χαρής, πάλι να σε ρωτήσω:
Εκεί ’λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,
ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά ανδρειωμένος,
ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;»
«Εκεί ’λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος. (20)
Σαν είδεν τ’ άνομα σκυλιά κ’ εχάλασαν τους τοίχους
κ’ ετρέξασιν κ’ εμπήκασιν πεζοί και καβαλλάροι
κ’ εκόπταν τους χριστιανούς ως χόρτο στο λιβάδιν
βαριά-βαριά ’ναστέναξεν μετά κλαυθμού και είπε:
“Ελέησον! πράγμα το θωρούν τα δολερά μου μάτια!(25)
Πώς έχω μάτια και θωρώ! Πώς έχω φως και βλέπω!
Πώς έχω νούν και πορπατώ στον άτυχον τον κόσμον!
Θωρώ, οι Τούρκοι ’νέβησαν εις την αγίαν Πόλην
και τώρα αφανίζουσιν εμέν και τον λαόν μου”.
Εβίγλισεν ο ταπεινός δεξιά και αριστερά του· (30)

θωρεί, φεύγουν οι Κρητικοί, φεύγουν οι Γενουβήσοι·
φεύγουσιν οι Βενέτικοι κ’ εκείνος απομένει.
Ελάλησεν ο ταπεινός με τα καμένα χείλη:
“Εσείς, παιδιά μου, φεύγετε, πάτε να γλυτωθήτε·
κ’ εμέναν πού μ’ αφήνετε τον κακομοιρασμένο; (35)

Αφήνετέ με στά σκυλιά κ’ εις του θεριού το στόμα.
Κόψετε το κεφάλιν μου, χριστιανοί Ρωμαίοι·
επάρετέ το, Κρητικοί, βαστάτε το στην Κρήτην
να το ιδούν οι Κρητικοί να καρδιοπονέσουν,
να δείρουσι τα στήθη τους, να χύσουν μαύρα δάκρυα (40)

και να με μακαρίσουσιν ότι ούλους τους αγάπουν·
μηδέν με πιάσουν τα σκυλιά, μηδέν με κυριεύσουν·
(ότι ανελεήμονα των ασεβών τα σπλάχνα)
μηδέν με παν στον αμιρά, το σκύλον Μαχουμέτην,
με το θλιμμένον πρόσωπον, με τα θλιμμένα μάτια, (45)
με την τρεμούραν την πολλήν, με τα καμένα χείλη·
και θέση πόδαν άτακτο εις τον εμόν αυχένα·
(εις βασιλέως τράχηλον δεν πρέπει πους ανόμου)
μη με ρωτήσ’ ο άνομος, να πη:“πού ’ν’ ο Θεός σου;”,
να ρίση ο σκύλος τα σκυλιά να με κακολογήσουν, (50)

να παίξουσιν το στέμμα μου, να βρίσουν την τιμήν μου·
απήν με βασανίσουσιν και τυραννίσουσίν με,
να κόψουν το κεφάλιν μου, να μπήξουν εις κοντάριν,
να σκίσουν την καρδία μου, να φαν τα σωτικά μου,
να πιούν από το αίμα μου, να βάψουν τα σπατιά τους (55)

και να καυχούντ’ οι άνομοι εις την απώλειάν μου»
Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, σ’ ούλον τον κόσμον φέγγε
κ’ έκτεινε τας ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένη
κ’ εις την Κωσταντινόπολην, την πρώην φουμισμένην
και τώρα την Τουρκόπολην, δεν πρέπει πιο να φέγγης. (60)

Αλλ’ ουδέ τας ακτίνας σου πρέπει εκεί να στέλλης
να βλέπουν τ’ άνομα σκυλιά τες ανομιές να κάμνουν,
ίνα ποίσου στάβλους εκκλησιές, να καίουν τας εκόνας,
να σχίζουν, να καταπατούν τα ’λόχρουσα βαγγέλια,
να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν, (65)

να παίρνουσιν τ’ ασήμια τους και τα μαργαριτάρια
και των αγίων τα λείψανα τα μοσχομυρισμένα
να καίουν, ν’ αφανίζουσιν, στην θάλασσα να ρίπτουν,
να παίρνουν τα λιθάρια των και την ευκόσμησίν των
και στ’ άγια δισκοπότηρα κούπες κρασί να πίνουν. (70)

Άρχοντες, αρκοντόπουλοι, αρχόντισσες μεγάλες,
ευγενικές και φρένιμες, ακριβαναθρεμμένες,
ανέγλυτες πανεύφεμες, ύπανδρες και χηράδες
και καλογριές ευγενικές, παρθένες, ηγουμένες
(Άνεμος δεν τους έδιδε, ήλιος ουκ έβλεπέν τες, (75)
εψάλλαν, ενεγνώθασι εις τ’ άγια μοναστήρια)
ηρπάγησαν ανηλεώς ως καταδικασμένες!
Πώς να τες πάρουν στην Τουρκιά, σκλάβες να πουληθούσιν
και να τες διασκορπίσουσιν Ανατολήν και Δύσην!
Γυμνές και ανυπόλυτες, δαρμένες, πεινασμένες, (80)
να βλέπουν βούδια, πρόβατα, άλογα και βουβάλια,
παπίτσες, χήνες και έτερα . . . . . . .
και το βραδύ να μένουσιν με τους μουσουλουμάνους
και να τες μαγαρίζουσιν, μπαστάρδια να γεννούσιν,
μουσουλουμάνοι να γενού και σκύλοι ματοπίνοι, (85)
να πολεμούν χριστιανούς και να τους αφανίζουν!
Μην το πομένης, ουρανέ, και γη, μην το βαστάξης·
ήλιε, σκότασε το φως, σελήνη μεν τους δώσης.
Είπω και τίποτε μικρόν αλληγορίας λόγον:
Ήλιον τάξε νοητόν τον Μέγαν Κωνσταντίνο· (90)
σελήνη επονόμασε την νέαν του την Πόλην.
Μη σου φανή παράξενο τούτον απού σου λέγω:
κόσμο μέγαν τον άνθρωπον Θεός επονομάζει,
ον έθετο εις τον μικρόν κόσμον, την πάσα κτίση.
Αυτός λοιπόν εκόσμησε ο Μέγας Κωνσταντίνος (95)
την Πόλην την εξάκουστην, ην βλέπεις και ακούεις,
καθώς την κλήσιν έλαβεν και την επωνυμίαν.
Ομοίως Ουστινιανός εκόσμησεν μεγάλως,
έκτισεν την Αγιάν Σοφιά, το θέαμαν το μέγα·
παραπλησίον γέγονε Σιών τής παναγίας. (100)
Εκείνοι ήσαν ήλιος κ’ η Πόλη ’ν’ η σελήνη.
(Χωρίς ηλίου πούποτε σελήνη ουδέν λάμπει.)
Εκείνοι γαρ οι βασιλείς, οι ευσεβείς, οι θείοι,
έλαμπον, εφωτίζασιν την παναγίαν Πόλην,
την Δύσην, την Ανατολήν, όλην την οικουμένην. (105)
Όταν εις νουν αθυμηθώ της Πόλεως τα κάλλη,
στενάζω και οδύρομαι και τύπτω εις το στήθος,
κλαίω και χύνω δάκρυα μεθ’ οιμωγής και μόχθου.
Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της τραπέζας
της παναγίας, της σεπτής, τα καθιερωμένα, (110)
τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν;
Άρα έβλεπεν ο άγγελος, ως ήτον τεταγμένος,
όστις και έταξεν ποτέ του πάλαι νεανίσκου;
Είπεν γαρ «ουκ εξέρχομαι έως ότου να έλθης»
Ο νεανίας έρχεται, ο άγγελος απήλθεν· (115)

ουχί εκείνος ο ποτέ παίδας των εκτητόρων,
αλλ’ άλλος παίδας έφθασε, πρόδρομος Αντιχρίστου,
και άγγελοι και άγιοι πλέον ου βοηθούσι.
"...Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι..."

Οι θρήνοι για την άλωση, γνήσια δημιουργήματα της λαϊκής έμπνευσης, εκφράζουν τη θλίψη των «Ρωμιών» για το «πάρσιμο της Πόλης απ’ την Τουρκιά» αλλά και την ελπίδα της επανάκτησης των «αλησμόνητων πατρίδων». Θλίψη και ελπίδα δένονται αρμονικά σε ήχους αργούς και μελικούς. Αλλοτε όμως οι ήχοι τους έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους και είναι χαρμόσυνοι. Αυτό, όπου έγινε, έγινε σκόπιμα, για να μπορούν τα τραγούδια αυτά να τραγουδιούνται από τους έλληνες στα πανηγύρια τους, χωρίς να δίνουν στόχο για το περιεχόμενό τους, αλλά αντίθετα να δίνουν την αίσθηση πως επρόκειτο για τραγούδια γιορτινά, κατά πως πρόσταζε η περίσταση, ώστε να μη δίνουν στόχο στους Τούρκους, οι οποίοι πλέον επέβλεπαν κάθε κίνηση τους και να μπορούν ταυτόχρονα τα τραγούδια αυτά να περνούν, απαρατήρητα από τον κατακτητή, από στόμα σε στόμα από γενιά σε γενιά.
Είκοσι από αυτά τα τραγούδια – θρήνους για την άλωση, από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, θα θυμηθούμε στη συνέχεια, με την πολύτιμη βοήθεια του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής», που οι άνθρωποί του με μεράκι και φροντίδα συγκεντρώνουν και καταγράφουν κάθε λογής παραδοσιακό τραγούδι του τόπου μας. (Για το «Αρχείο Ελληνικής Μουσικής» βλ. περισσότερες λεπτομέρειες στην Βιογραφία του Χρόνη Αηδονίδη




1.«Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι
Πώ ΄χει σαρανταδυό ΄κλησιές κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και ψάλτης» (Ηπείρου)

2.«Ν’ ανέβαινα πολύ ψηλά, ψηλά παν’ τα ουράνια
Να διω την Πόλ’ πως καιητι, τα κάστρα πως ρημάζουν
΄Πο μια μερια ν ‘ ιδείν φωτιά, ‘πο την αλλ’ χάρος την δέρνει
Τα μοναστήρια καίγουντι κι οι εκκλησιές χαλιούντι
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με τσ’ νύφες
Πήραν μια χήρα παπαδιά με δυο με τρεις νιφάδες» (Μάλγαρα Ανατ.Θράκης)

3.«Να ΄μαν δεντρί στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη
και κόκκινη τριανταφυλλιά, μεσ’ τους επτά ουράνους
Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πως τουρκεύει
Πόλη μου για δεν χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια
Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιχνίδια
Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρνει ο Τούρκος
Κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά, Φράγκος με πολεμάει…» (Καππά Καρδίτσας)
ΤΟ ΜΑΝΤΑΤΟ
Η είδηση της Αλωσης, στους θρήνους, φτάνει άλλοτε από το πουλί που γυρνά με καμένα φτερούδια από την Πόλη, άλλοτε από το παιδί της χήρας που διαβάζει τα χαρτιά, άλλοτε από το καράβι κι άλλοτε από άγγελο σταλμένο απ’ το Θεό…: «ας πάψει το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει…»
4.«Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την Πόλη,
Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα
Κι ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα
πες μας πες μας πουλάκι μου, κανα καλό χαμπάρι
Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω
Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι
Πήραν και την Αγια Σοφιά.»(Ελασσόνας)

5.«Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλιν
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.» (Πόντου)
6.«Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατ’ είναι θέλημα Θεού
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» (Ηπείρου)

7«Γιατί πουλί μ΄ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα
Για πως μπορώ να κελαηδώ ;
Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε μπρ’ αμάν την Πόλη μας και την Αγια Σοφιά μας
Κλαίγει πικράν η Παναγιά» (θρήνος Θράκης)

8.«Εσείς πουλιά πετούμενα, πετάτε στον αέρα
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…» (Δυτ. Μακεδονίας)

9.«Ισείς πουλιά μ’ πιτούμενα, πιτάτι στουν αέρα
Χαμπέρ να πάτι στο Μοριά, χαμπέρι στην Ελλάδα:
«Τούρκοι την Πόλη πήρανε» , πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την’ Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
Πώ χει τριακόσια σήμαντρα κι αξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος
Τούρκοι την Πόλη πήρανε..» (Νιγρίτα Σερρών)

10.«Από την Πόλη ως τη Σαλλονίκη, Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει
Χρυσός αητός βγήκε να γκιζιρήσει, νούδι γκιζιρούσι, νούδι κι πετούσι
Μον΄ περπατούσι κι ηλεγεν Ελένη μ’ πήραν την πόλ’ πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν την Πολ’ πήραν την Σαλλονίκη, πήραν το Μέγα Μοναστήρι
Πω χει τριακόσια σήμαντρα Ελένη μ’ κι ηξήντα δυο καμπάνες
Κι ηξήντα δυο καμπάνες και χίλιους καλογέρους» (Καρδίτσας)


11.«Θέλω ν’ ανέβω σε βουνό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
γιε μ’ τους κάμπους ν΄ αγναντέψω,
πέρδικα, μαρή πέδικά μου.
Βρίσκω μια πετροπέρδικα, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μια πετροπεριστέρα
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου.
Να λέει τραγούδι θλιβερό, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ να λέει μοιρολόγι
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ μοιρολογάει και λέει,
Πέρδικα, μαρή πέρδικά μου.
Οι Τούρκοι επήραν τη Σοφιά, πέρδικα, μαρή πέρδικα
Γιε μ’ το Μέγα Μαναστήρι
Πέρδικα, πετροπέρδικά μου
Πήραν άσπρα, πήραν φλωριά
Πήραν μανάδες και παιδιά μου…» (Ανατ. Στερεάς Ελλάδας)
12. «Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.»
13.«Στην Πόλη γράφουν τα χαρτιά, στη Σαλλονικ’ τα στέλνουν
Κανάς δεν πάει να τα δει, κανάς δεν τα διαβάζει
Μόνο της χήρας το παιδί πααιν΄ και τα διαβάζει
Η μάνα του τον ρώτησι κι η μάνα του του λέει
Παιδί μ’ τι γράφουν τα χαρτιά, τι μολογάει το γράμμα
Αυτό που γράφουν τα χαρτιά ο Θιός να μην το δώσει
Θέλει να γίνει πόλεμος, η Πόλη να τουρκέψει» (Σαγιάδες Τρικάλων)
14.«Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι». (Θράκης)
Παραλλαγή Μακεδονίας :
Οι στίχοι:
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια.
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά το Μέγα Μαναστήρι.
Ψέλνει δεξιά η βασιλιάς, ζερβά η πατριάρχης
Φωνή ακούστ'κε εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα.
"Πάψιτι του Χειρουβικό κι τ' Άξιος Εστίν-ως
γιατί είνι θέλημα Θεού η Πόλη να Τουρκέψει".

Το τραγούδι της Αγιάς Σοφιάς ή της άλωσης 

29 Μαΐου 1453. Η συγκλονιστικότερη ημέρα του νεότερου Ελληνισμού. Η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη των πόλεων έπεσε στα χέρια των εχθρών. Τέτοια η θλίψη του Ελληνισμού, που απ' άκρον εις άκρον της Αυτοκρατορίας όλοι θρήνησαν με τον τρόπο τους την Άλωση της Ρωμανίας (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Σαν έπεσε τελειωτικά η Πόλη στα χέρια των Τούρκων, ο πόνος κι ο καημός ήταν μεγάλος. Κι έγινε τραγούδι ο πόνος και θρήνος ο καημός. Κι αν η άλωση ήταν γεγονός, η ελπίδα πως κάποια μέρα... πάλε με χρόνια και καιρούς... έμειναν πάντα...

Το συγκεκριμένο τραγούδι προέρχεται από το χωριό "Νεοχώρι" της Χαλκιδικής. Πρόκειται για έναν παλαιό χορευτικό σκοπό, πάνω στον οποίο ενσωματώθηκε ο λαϊκός θρήνος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης και έφτασε ως τις μέρες μας. Στις περισσότερες των περιπτώσεων το τραγούδι της Άλωσης (ή της Αγιάς Σοφιάς όπως λέγεται πιο συχνά), τραγουδιέται από τους κατοίκους την ημέρα της Πασχαλιάς, κάτι που συμβαίνει και με άλλα από τα πλέον παλιά Δημοτικά μας τραγούδια (π.χ. του Γιοφυριού της Άρτας).
Οι περισσότεροι θρήνοι της Άλωσης είναι παραλλαγές ελαχίστων αρχέτυπων τραγουδιών τα οποία κι αυτά με τη σειρά τους προέρχονται από συρραφή στίχων παλαιοτέρων. Έτσι έχουμε τραγούδια που ξεκινάνε με το στίχο "Σημαίνει ο Θεός σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια" που προέρχεται από το προγενέστερο ποίημα, γνωστό ως Μοιρολόι της Παναγιάς, με πολλές παραλλαγές κυρίως από την ηπειρωτική Ελλάδα.

15.«Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Αγον Όρος
Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν
Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη
Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου
Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες» (Μακεδονίας)

16.«Τρεις καλογέροι κρητικοί, ωρέ και τρεις Αγιονορείτες
καράβι ν’ α – κι αμάν αμάν, καράβι ν’ αρματώνανε
Καράβι αναματώσανε σ’ ένα βαθύ λιμάνι
Φωνή ακόυστη εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Πήραν την Πόλη, πήραν την , πήραν τη Σαλλονίκη
πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι…»(Πελοποννήσου)

17.«Σήμερα ψέλνουν εκκλησιές κι όλα τα μοναστήρια
Ψέλνει και η Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς
Ψιλή φωνή εξέβγηκε μέσα απού τα ουράνια:
«Αγία Σοφία πάρθηκε σ’ Αγαρηνών τα χέρια
να κόψουνε οι ψαλμωδιές» (Μ. Ασίας, Βιθυνίας)


«…ΤΟ ΄ΝΑ ΦΩΡΤΩΝΕΙ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΛΟ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ…»
Μετά την άλωση οι πιστοί έτρεξαν να περισώσουν τα ιερά τους, την άγια τράπεζα, το σταυρό, το ευαγγέλιο, τα εικονίσματα. Τα καράβια ετοιμάζονται για το έργο της μεταφοράς. Το μοτίβο γνωστό και κοινό σε πολλά τραγούδια του τόπου μας.

18.«Τρία καράβια – βόηθα Παναγιά – τρία καράβια φεύγουνε
που μέσα που την Πόλη, κλαίει καρδιά μ’ κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το ΄να φουρτώ – βόηθα Παναγιά – το ’να φουρτώνει το σταυρό
Κι τα’ άλλου του Βαγγέλιου κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Το τρίτο το – βοήθα Παναγιά – το τρίτο το καλύτερο
Την Αγια Τράπεζά μας, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Μη μας τα πά – βόηθα Παναγιά – μη μας τα πάρουν οι άπιστοι
Και μας τα μαγαρίσουν, κλαίει καρδιά μου κλαίει
καρδιά μ’ κι αναστενάζει
Η Παναγιά αναστέναξι κι δάκρυσαν οι κόνις….» (Ανατ. Θράκης)

19«Μον’ δώστε λόγο στη Φραγκιά, να’ ρθουν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το ευαγγέλιο
Το τρίτο το τρανίτερο την άγια τράπεζά μας
Μη μας τα πάρουν οι άπιστοι και μας τα μαγαρίσουν
Κι η Δέσποινα ως τα’ άκουσε, τα μάθια τσε δακρύσαν
Κι ο Μιχαήλ κι ο Γαβριήλ την επαρηγορούσαν
Σώπασ’ αφέντρα μ’ και κυρά και μην πολύ δακρύζεις
Πάλαι με χρόνια με καιρούς, πάλαι δικά μας θα ’ναι» (Βορείου Αιγαίου)


«…ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ, ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ…»
Η ελπίδα της απελευθέρωσης της Πόλης, συνόδευε τα τραγούδια και τους θρήνους των «ρωμιών» από τα πρώτες κι όλες εκείνες μέρες της άλωσης. Ονειρεύονταν το χτίσιμο ξανά της Πόλης και το «ξαναλειτούργημα» στην Αγια Σοφιά, όνειρο που αποτύπωνεται στους στίχους των θρήνων τους…

20. «Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο
Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει
Με τ’ άργανα κιντύνευε, τριαναταφυλλάκι μ’ κόκκινο,
Με τ’ άργανα κιντύνευε, με τον αέρα σειώταν
Και με τα χαλκοτύμπανα, μαζώνοντ’ αντρειωμένες.
Μαζώνουνταν, συνάζουνταν, πύργον θέλουν να στήσουν,
Να στήσουν την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι.
Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια χτίζουν
Κι οι Αγγελοι απ’ τον ουρανό βάζουν τα κεραμίδια» (Θεσσαλίας (Πηλιορείτικο))



Διάφορες παραλλαγές ανα την Ελλάδα: http://www.youtube.com/playlist?list=...

Τρίτη 29 Μαϊου: Οι Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κων/νος. Σ’ αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και κατέφυγε στο Γαλατά.

ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ: “Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς ( Ιουστινιάνης) με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον καί έφυγε κρυφά, δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Οπού αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον τον, δεν ηθέλανε εμπή, οι εχθροί και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελε χάσει την χωράν, τόσο ότι ακόμα αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε ανδρείως- και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος. Και ο βασιλεύς, ωσάν· έμαθε ότι ελαβώθη ο καπετάνιος και έφυγε, τότε επήγαινε με αναστεναγμόν να τον ευρή, και ερωτά πού ‘να τον ευρή. Και οι πολεμιστάόες, οι σύντροφοι του, επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. αμή αρχίσανε και αυτοί και άφηναν τον πόλεμον και εφεύγανε. Τότε επηρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι εόειλιάσανε πολλά. Και ετούτα εγίνισαν όιατίέφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρεία να στέκη και να πολεμά έως να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε όιόει θάρρος και των συντρόφων του, όιατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα. Και οι ελεεινοί Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορουσανε να αντισταθούνε εισέ τόσο πλήθος Τούρκων”. (Βαρβερινός κώδικας)

Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών. Aποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ’ όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό. Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: “Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει” και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη – εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. ‘Έτσι ο καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ’ αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: “Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ’ αποθάνει”. Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.

29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι: Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. …. Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση…
Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ’ άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
“Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν”. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, “Απόδειξις ιστοριών” (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ’ εξ ουρανου κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.

HΛαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης: “Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη”. “Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες”. Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: “Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”. Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -”Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;” -”Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.” (δημοτικό, απόσπασμα).

Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. “Πάλι με ΧρόνουΣ και καιρούς”

Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”.

Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε.

“Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.

Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον. Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. “Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι

-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας·/ [. . .]
να πάτε όλοι κατ’ εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε. [. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού ‘χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης.

———————————————



Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.

Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.

Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.



Ο παπάς της Αγίας Σοφίας.

Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος του παπά της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο. Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.
Η κρύπτη της Αγίας Σοφίας

Eνα «μυστικό» δωμάτιο στην Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης αποκαλύπτεται τώρα ως «θυρανοίξια» του κρυφού ιερού όπου είχε καταφύγει στις 29 Mαΐου 1453 ο βυζαντινός ιερέας για να συνεχίσει τη θεία λειτουργία που είχε διακοπεί στον κύριο Nαό της Aγίας Σοφίας. H ανακάλυψη οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Bιέννης Πολυχρόνης Eνεπεκίδης. Tο ξεχασμένο δωμάτιο εντοπίστηκε όταν η νέα διευθύντρια του Mουσείου της Aγίας Σοφίας Zαλέ Nτεντέογλου ρώτησε αν υπάρχει χώρος που να μην έχει ανοιχτεί και διέταξε να παραβιάσουν την κλειδαριά του συγκεκριμένου χώρου, αφού δεν υπήρχε κλειδί της πόρτας. Aποκαλύφθηκε τότε πως το δωμάτιο που δεν είχε ανοιχτεί από το 1968, υπήρξε εργαστήρι του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 – 1883), ο οποίος ακολουθώντας την εντολή του Σουλτάνου, αναστήλωσε πλήρως το μνημείο στη διάρκεια της περιόδου 1847 – 1849. H έρευνα του καθηγητή Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ότι ο Φοσάτι είχε απλώς μετατρέψει επιδέξια σε γραφείο του την κρύπτη που του είχαν υποδείξει οι Eλληνες φίλοι του στην Πόλη. H κρύπτη, μία από τις πολλές του μεγάλου ναού, ήταν το κρυφό εκείνο ιερό όπου συνεχίστηκε από τον ιερέα η διακοπείσα ιεροτελεστία, και όταν τελείωσε έκλεισε η πόρτα της κρύπτης και θα άνοιγε, κατά την παράδοση, όταν και πάλι Eλληνες θα ήταν οι ιερείς και το εκκλησίασμα.

Η Αγία Τράπεζα.

Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Από πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς την προδοσία του Ιούδα. Τα τριάκοντα αργύρια.

Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.



Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.

Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:

” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα κξαι εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “

Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:

“ Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γ΄λήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.”

Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,
που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει.
το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου
του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν
Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………

Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία.

Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι.

Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.

Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού.

Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.

——————————————————-




“ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ“: Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…

“ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ“: Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.

“Ο Πύργος της Βασιλοπούλας”: Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται “πύργος της βασιλοπούλας”. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: “αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.”. Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.

“0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ”: Έ ναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

————————————————————–

ὁ ἱστορικὸς τῆς ἁλώσεως Δούκας θρηνεῖ τὴν πτῶσιν καὶ περιγράφει τὴν ἁρπαγὴν τῶν θησαυρῶν τῆς Πόλεως·

«῏Ω πόλις, πόλις, πόλεων πασῶν κεφαλή! ὦ πόλις, πόλις, κέντρον τῶν τεσσάρων τοῦ κόσμου μερῶν! ὦ πόλις, πόλις, Χριστιανῶν καύχημα καὶ βαρβάρων ἀφανισμός! ὦ πόλις, πόλις, ἄλλη παράδεισος φυτευθεῖσα πρὸς δυσμάς, ἔχουσα ἔνδον φυτὰ παντοῖα βρίθοντα καρποὺς πνευματικούς! ποῦ σου τὸ κάλλος, παράδεισε; ποῦ σου ἡ τῶν χαρίτων τοῦ πνεύματος εὐεργετικὴ ῥῶσις ψυχῆς τε καὶ σώματος; ποῦ τὰ τῶν ἀποστόλων τοῦ κυρίου μου σώματα, τὰ πρὸ πολλοῦ φυτευθέντα ἐν τῷ ἀειθαλεῖ παραδείσῳ, ἔχοντα ἐν μέσῳ τούτων τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, τὴν λόγχην, τὸν σπόγγον, τὸν κάλαμον, ἅτινα ἀσπάζοντες ἐφανταζόμεθα τὸν ἐν σταυρῷ ὑψωθέντα ὁρᾶν. ποῦ τὰ τῶν ὁσίων λείψανα, ποῦ τὰ τῶν μαρτύρων; ποῦ τὰ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τῶν λοιπῶν βασιλέων πτώματα; αἱ ἀγυιαί, τὰ περίαυλα, αἱ τρίοδοι, οἱ ἀγροί, οἱ τῶν ἀμπέλων περιφραγμοί, τὰ πάντα πλήρη καὶ μεστὰ λειψάνων ἁγίων, σωμάτων εὐγενῶν, σωμάτων ἁγνῶν, ἀσκητῶν ἀσκητριῶν. ὦ τῆς ζημίας! ἔθεντο, κύριε, τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τὼν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς κύκλῳ τῆς νέας Σιών, καὶ οὐκ ἦν ὁ θάπτων. ὦ ναέ, ὦ ἐπίγαιε οὐρανέ, ὦ οὐράνιον θυσιαστήριον, ὦ θεῖα καὶ ἱερὰ τεμένη, ὦ κάλλος ἐκκλησιῶν, ὦ βίβλοι ἱεραὶ καὶ θεοῦ λόγια, ὦ νόμοι παλαιοί τε καὶ νέοι, ὦ πλάκες γραφεῖσαι θεοῦ δακτύλῳ, ὦ εὐαγγέλια λαληθέντα θεοῦ στόματι, ὦ θεολογίαι σαρκοφόρων ἀγγέλων, ὦ διδασκαλίαι πνευματοφόρων ἀνθρώπων, ὦ παιδαγωγίαι ἡμιθέων ἡρώων, ὦ πολιτεία, ὦ δῆμος, ὦ στρατός ὑπὲρ μέτρον τὸ πρίν, νῦν δὲ ἀφανισθεὶς ὡς ποντιζομένη ναῦς ἐν τῷ πλεῖν, ὦ οἰκίαι καὶ παντοδαπὰ παλάτια καὶ ἱερὰ τείχη, σήμερον συγκαλῶ πάντα καὶ ὡς ἔμψυχα συνθρηνῶ, τὸν ῾Ιερεμίαν ἔχων ἔξαρχον τῆς ἐλεεινῆς τραγῳδίας. “πῶς ἐκάθισεν μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμμένη λαῶν; ἐγενήθη ὡς χήρα ἡ πεπληθυμμένη ἐν ἔθνεσιν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγενήθη εἰς φόρον, κλαίουσα ἔκλαυσεν ἐν νυκτί, καὶ τὰ δάκρυα αὐτῆς ἐπὶ τῶν σιαγόνων αὐτῆς, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτὴν ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαπώντων αὐτήν οὗτοι οἱ θρῆνοι καὶ οἱ κοπετοὶ τοῦ ῾Ιερεμίου, οὓς ἐκόψατο ἐν τῇ ἁλώσει τῆς παλαιῶς ῾Ιερουσαλήμ, οἶμαι δὲ καὶ περὶ τῆς νέας, καλῶς τὸ πνεῦμα τῷ προφήτῃ ὑπέδειξεν. ποία τοίνυν γλῶσσα ἐξισχύσει τοῦ εἰπεῖν καὶ λαλῆσαι τὴν γενομένην ἐν τῇ πόλει συμφοράν καὶ τὴν δεινὴν αἰχμαλωσίαν καὶ τὴν πικρὰν μετοικίαν, ἣν ὑπέστη, οὐκ ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Βαβυλῶνα ἢ εἰς ᾿Ασσυρίους, ἀλλ᾿ ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως εἰς Συρίαν, εἰς Αἴγυπτον, εἰς ᾿Αρμενίαν, εἰς Πέρσας, εἰς ᾿Αραβίαν, εἰς ᾿Αφρικήν, εἰς ᾿Ιταλίαν σποράδην, ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ τῇ μικρᾷ καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς ἐπαρχίαις. καὶ ταῦτα πῶς; ἐν τῇ Παφλαγονίᾳ ὁ ἀνὴρ καὶ ἐν Αἰγύπτῳ ἡ γυνή, καὶ τὰ τέκνα ἐν ἄλλοις τόποις σποράδην ἀλλοιούμενα, ἀπὸ γλώττης εἰς γλῶτταν καὶ ἀπ᾿ εὐσεβείας εἰς ἀσέβειαν καὶ ἀπὸ θείων γραφῶν εἰς ἀλλόκοτα γράμματα. φρῖξον, ἥλιε καὶ σὺ γῆ. στέναξον εἰς τὴν πανελῆ ἐγκατάλειψιν τὴν γενομένην ἐν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ παρὰ τοῦ δικαιοκρίτου θεοῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι ἀτενίσαι τὸ ὄμμα εἰς οὐρανόν, εἰ μὴ μόνον κάτω νενευκότες καὶ εἰς γῆν τὰ πρόσωπα θέντες κράξομεν δίκαιος εἶ, κύριε, καὶ δικαία ἡ κρίσις σου. ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ πάντα ἃ ἐπήγαγες ἡμῖν, ἐν ἀληθινῇ καὶ δικαία κρίσει ἐπήγαγες. πλὴν φεῖσαι ἡμῶν, κύριε, δεόμεθα.

Μεθ᾿ ἡμέρας οὖν τρεῖς τῆς ἁλώσεως ἀπέλυσε τὰ πλοῖα, πορεύεσθαι ἕκαστον εἰς τὴν αὐτῶν ἐπαρχίαν καὶ πόλιν, φέροντα φόρτον ὥστε βυθίζεσθαι. ὁ δὲ φόρτος τί; ἱματισμὸς πολυτελής, σκεύη ἀργυρᾶ χρυσᾶ χαλκᾶ καττιτέρινα, βιβλία ὑπὲρ ἀριθμόν, αἰχμάλωτοι, καὶ ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, καὶ μονάζουσαι καὶ μοναχοί. τὰ πάντα πλήρη φόρτου, αἱ δὲ σκηναὶ τοῦ φοσσάτου πλήρεις αἰχμαλωσίας καὶ τῶν ἄνωθεν ἀριθμηθέντων τῶν παντοίων εἰδῶν. καὶ ἦν ἰδεῖν ἐν μέσῳ τῶν βαρβάρων ἕνα φοροῦντα σάκκον ἀρχιερατικόν, καὶ ἕτερον ζωννύμενον ἐπιτραχήλιον χρυσοῦν, ἕλκοντα κύνας ἐνδεδυμένους, ἀντὶ τῶν σαγισμάτων ἀμνοὺς χρυσοϋφάντους. ἄλλοι ἐν συμποσίοις καθήμενοι, καὶ τοὺς ἱεροὺς δίσκους ἔμπροσθεν σὺν διαφόροις ὀπώραις ἐσθίοντες, καὶ τὸν ἄκρατον πίνοντες ἀπὸ τῶν ἱερῶν κρατήρων. τὰς δὲ βίβλους ἁπάσας, ὑπὲρ ἀριθμὸν ὑπερβαινούσας, ταῖς ἁμάξαις φορτηγώσαντες ἀπανταχοῦ ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ δύσει διέσπειραν. δι᾿ ἑνὸς νομίσματος δέκα βίβλοι ἐπιπράσκοντο, ᾿Αριστοτελικοὶ Πλατωνικοὶ θεολογικοὶ καὶ ἄλλο πᾶν εἶδος βίβλου. εὐαγγέλια μετὰ κόσμου παντοίου ὑπὲρ μέτρον, ἀνασπῶντες τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον, ἀλλ᾿ ἐπώλουν, ἄλλ᾿ ἔρριπτον. τὰς εἰκόνας ἁπάσας πυρὶ παρεδίδουν, σὺν τῇ ἀναφθείσῃ φλογὶ κρέη ἐψῶντες ἤσθιον».

Α.ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Β.http://smiland.pblogs.gr

Γ.http://edo-makedonia.pblogs.gr




Πηγές :
http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=148
http://fdathanasiou.wordpress.com/2012/05/28/%CE%B8%CF%81%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%AC%CE%BB%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου