Ζωναράδικος
(αρχή μελέτης μου ... το άρθρο θα ανανεώνεται)
Ο Ζωναράδικος είναι παραδοσιακός χορός από τη Θράκη, που έφεραν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία. Οφείλει την ονομασία του στη λαβή που χρησιμοποιούν οι χορευτές γιατί πιάνονται από τα ζωνάρια τους. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες.
Η μουσική του χορού είναι εξάσιμη και υπάρχουν διάφορες παραλλαγές για το όνομά του, ανάλογα με τον τρόπο που χορεύεται. Δηλαδή αν τα βήματά του είναι συρτά τότε λέγεται 'Ντούζκος' και όταν γίνονται πολύ γρήγορα και πηδηχτά τότε λέγεται 'Τσέστος', μια χορογραφία του ζωναράδικου που είναι ένας πολύ γρήγορος και εντυπωσιακός χορός που χορεύεται μόνο από άντρες. Χαρακτηριστικό του είναι τα σβέλτα βήματα.ο πιό διαδεδομένος.κυκλικός χορός που στο φόρτε του οι χορευτές πιάνονται απο τα χέρια σταυρωτά και από τα ζωνάρια!εκεί οφείλεται και το όνομά του..αντρικός χορός παλιότερα,σήμερα χορεύεται και από γυναίκες οι οποίες ακολουθούν σε δικό τους κύκλο τους άντρες.όταν η μουσική γίνει έντονη χορεύουνε μόνο άντρες σε ευθεία και όχι κυκλικά όπως συνηθίζεται.είναι γνωστός με διάφορες ονομασίες που δηλώνουν,τον τρόπο που πιάνονται οι χορευτές, ζωναράτος,τον τρόπο που τον χορεύουν,ντούζκος,ίσια τσέστος,μικρά και σβέλτα βήματα.Ο ντούζκος και ο τσέστος χορεύεται από άντρες.είναι πραγματικά υπέροχος χορός.η σπείρα,είναι μιά φιγούρα του ζωναράδικου που γίνεται συνήθως στο τέλος για εντυπωσιασμό και είναι πράγματι πολύ ωραίο να το βλέπεις και να το χορεύεις.
Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
Ζωναράδικο - Δω στα λιανοχορταρούδια
https://www.youtube.com/watch?v=yia_OqRAlRs
Παραδοσιακό τραγούδι σε διασκευή και ερμηνεία του σπουδαίου Θρακιώτη καλλιτέχνη και δημιουργού Χρόνη Αηδονίδη, από το δίσκο του 2000 "Η Γη του Ορφέα".
Δω στα λια- κι αμάν αμάν,
δω στα λιανοχορταρούδια.
Δω στα λιανοχορταρούδια,
τι τρανός χορός θα γένει.
Σαν γαϊτά- κι αμάν αμάν,
σα γαϊτάνι θα παγαίνει.
Σαν γαϊτάνι θα παγαίνει,
πέντε πέρδικες πετούσαν.
Μες τον κά- κι αμάν αμάν,
μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν.
Μες τον κάμπο όλο γυρνούσαν,
για τα μας τα δυο ρωτούσαν.
Ποια είν' η ά- κι αμάν αμάν,
ποια είν' η άσπρη ποια είν' η ρούσα.
Ποια είν' η άσπρη ποια είν' η ρούσα,
ποια είν' η γαϊτανοφρυδούσα.
Ζωναράδικο με την φωνή του Κώστα Μπουζαμάνη από το Ελληνοχώρι.
Ανέβηκε από το χρήστη Πάνος Αλεξανδρούπολη
Βρείτε με στα παρακάτω Κοινωνικά δίκτυα : Facebook: https://www.facebook.com/profile.php?id=100007512066939 YouTube: Πάνος Αλεξανδρούπολη Google+: google.com/+ΠάνοςΑλεξανδρούπολη
Ο Θρακιώτικος χορός, Ζωναράδικος χορεύεται στις μέρες μας από από άνδρες και γυναίκες· οι άνδρες πιάνονται στην αρχή ο ένας μετά τον άλλον και ακολουθούν οι γυναίκες.
1η Μορφή.
1: Το δεξί πατάει με όλο το πέλμα στη φορά. 2: Το αριστερό σταυρώνει πάνω από το δεξί και πατάει στη φορά. 3: Το δεξί πατάει με όλο το πέλμα στη φορά, σε διάσταση 4α: Το δεξί λυγίζει και σηκώνεται η φτέρνα του απ’ το έδαφος, ενώ ταυτόχρονα το αριστερό έρχεται ελαφρά λυγισμένο, σε άρση, διαγώνια αριστερά.
4β: Το δεξί πατάει σε όλο το πέλμα στη θέση του, ενώ το αριστερό παραμένει σε άρση στη θέση του. 5: Το αριστερό πατάει λίγο πίσω από τη φτέρνα του δεξιού. 6α: Το αριστερό λυγίζει και σηκώνεται η φτέρνα του από το έδαφος, ενώ το δεξί έρχεται ελαφρά λυγισμένο σε άρση διαγώνια δεξιά. 6β: Το αριστερό πατάει σε όλο το πέλμα στη θέση του, ενώ το δεξί παραμένει ε άρση στη θέση του. 2η Μορφή
1ο εξάρι
1: Το δεξί πατάει με όλο το πέλμα στη φορά και λίγο προς το κέντρο του κύκλου. 2: Το αριστερό πατάει με όλο το πέλμα στη φορά και λίγο προς το κέντρο του κύκλου. 3: Το δεξί πατάει με όλο το πέλμα προς το κέντρο του κύκλου. 4α: Το δεξί λυγίζει και σηκώνεται η φτέρνα του, ενώ το αριστερό έρχεται ελαφρά λυγισμένο σε άρση. 4β: Το δεξί πατάει σ’ όλο το πέλμα στη θέση του, ενώ το αριστερό παραμένει σε άρση στη θέση του. 5: Το αριστερό πατάει αριστερά στη διάσταση. 6α: Το αριστερό λυγίζει και σηκώνεται η φτέρνα του, ενώ ταυτόχρονα το δεξί έρχεται ελαφρά λυγισμένο σε άρση. 6β: Στο αριστερό πατάει σ’ όλο το πέλμα στη θέση του, ενώ το δεξί παραμένει σε άρση στη θέση του.
2ο εξάρι
1: Το δεξί που βρίσκεται σε άρση από το 1ο εξάρι, πατάει με όλο το πέλμα πίσω και δεξιά. Ο κορμός στρέφεται διαγώνια αριστερά.
2: Το αριστερό πατάει με όλο το πέλμα σταυρωτά και πίσω από το δεξί.
Τα υπόλοιπα βήματα γίνονται όπως τα αντίστοιχα του 1ου εξαριού.
Τα αστικά και χωρικά υφαντά και κεντήματα της Θράκης μπορούν να διακριθούν, ως προς το διάκοσμο και την τεχνική τους, σε δύο διαφορετικές κατηγορίες: τα πρώτα έχουν διακοσμητικά θέματα εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση, ενώ στα δεύτερα κυριαρχεί ο γεωμετρικός διάκοσμος. Τα κεντήματα που φιλοτεχνεί η Θρακιώτισσα αστή έχουν τη σφραγίδα της δημιουργίας προικισμένων και έμπειρων σχεδιαστών. Τα θέματα είναι νατουραλιστικά, κυρίως φυτικά, σχηματοποιημένα σε καλλιτεχνικές συνθέσεις και χρωματισμένα αρμονικά. Συχνά παρατηρείται επανάληψη του ίδιου θέματος με εναλλασσόμενο μόνο το χρώμα.
Τα διακοσμητικά θέματα κεντήθηκαν κυρίως στον τσεβρέ, μεγάλο τετράγωνο μαντήλι κεντημένο στις τέσσερις γωνιές, ή στενόμακρο με το κέντημα στις δύο στενές άκρες. Σε πολλά μέρη της Θράκης ο τσεβρές συνδεόταν με την τελετή του αρραβώνα και του γάμου. Σε τέτοιο κεντημένο μαντήλι έδεναν το δαχτυλίδι του αρραβώνα και η νύφη τσεβρέδες δώριζε σε συγγενείς και φίλους. Αυτό το χειροτέχνημα χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο αστικό θρακιώτικο σπίτι. Πλαισίωσε τον καθρέπτη, το πορτραίτο, απλώθηκε στη ράχη του καναπέ, στρώθηκε στην κασέλα.
Εμπνευσμένη από τον κόσμο των λουλουδιών και των καρπών είναι η θρακιώτικη μπιμπίλα, λεπτότατη χρωματιστή δαντέλα, που απαιτεί μεγάλη αξιοσύνη και καλαισθησία. Στόλιζε τα γυναικεία κεφαλομάντηλα και τις τραχηλιές του πουκαμίσου.
Ο κανόνας, ότι καμιά από τις μορφές της λαϊκής τέχνης δεν παρουσιάζει τόσο έντονο το ιδιαίτερο τοπικό χρώμα όσο η φορεσιά, ισχύει και στη Θράκη, με αποτέλεσμα μεγάλη ποικιλία τύπων ή επί μέρους στοιχείων. Η ποικιλία αυτή, που ενισχύεται από τη διάκριση της φορεσιάς σε χειμερινή ή καλοκαιρινή, ή σε καθημερινή και γιορτινή και σε άλλες ακόμη κατηγορίες (φορεσιά ανύπαντρων κ.λ.π.), γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στην παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά, η οποία ανάγεται περισσότερο στην οικιακή και λιγότερο στην εργαστηριακή τέχνη, διατηρώντας πιστότερα τους πατροπαράδοτους τύπους.
θρακιώτικα κεντήματα
διάφορα είδη βελονιάς για κέντημα
·ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Ο χώρος της ενδυματολογίας στην περιοχή της Θράκης παρουσιάζει μία εντυπωσιακή ποικιλομορφία. Οι ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε ενδυμασίας, διαφοροποιούν και τονίζουν το χαρακτήρα της κοινωνικής ομάδας από την οποία προέρχεται. Η ενδυμασία ως ενδυματολογικό σύνολο, σε συνάρτηση με τη διακοσμητική αντίληψη των επί μέρους εξαρτημάτων της, που εκφράζεται μέσα από διαφορετικά υλικά, σχήματα και χρώματα, δίνουν την ιδιαίτερη αισθητική της κάθε ομάδας.
Όσοι Θρακιώτες προέρχονταν από μεγάλες πόλεις ή από περιοχές που απείχαν από 30 μέχρι 70 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, απέκτησαν πολύ νωρίς ευρωπαϊκές συνήθειες λόγω συχνής επαφής με την Κωνσταντινούπολη, την οποίαν επισκέπτονταν οι περισσότεροι είτε ως εργαζόμενοι, είτε ως περιηγητές.Φορούσαν όλοι τους ευρωπαϊκού στυλ ρούχα πλην ορισμένων γέρων που επέμεναν στα σαγιακένια ποτούρια τους. Είχαν εξευρωπαϊστεί από τον 19ο αιώνα, γι΄αυτό και στην περιοχή αυτή πουθενά δεν φορούσαν τοπικές ενδυμασίες.
Ρούχα ευρωπαϊκού στυλ
Σε πιο απομακρυσμένες όμως περιοχές και κυρίως στα χωριά, άντρες και γυναίκες ήταν ντυμένο με παραδοσιακές φορεσιές.
Παραδοσιακές φορεσιές
Οι γυναικείες φορεσιές μοιάζει να έχουν φτιαχτεί για να εντυπωσιάσουν παρά για να αναδείξουν την ομορφιά του κορμιού. Αντίθετα λοιπόν με την ανδρική ενδυμασία η οποία παρουσιάζεται ως ένα ενιαίο, κοινό ένδυμα, η γυναικεία ενδυμασία της Θράκης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις μέσα στο χώρο. Τα γυναικεία ρούχα αποτελούσαν ένα κώδικα επικοινωνίας που δήλωναν την κοινωνική θέση ή την κοινωνική κατηγορία της γυναίκας. Το κάθε εξάρτημα, το χρώμα, η διακόσμηση, η μορφή του ενδύματος, όλα αποτελούσαν μηνύματα αναγνωριστικά που δήλωναν αδιάψευστα τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία.
Οι ελεύθερες είχαν ρούχα με ζωηρά χρώματα και πλούσια κεντίδια. Οι κορδέλες στολισμένες με πούλιες μόνο για τις ελεύθερες και τις νιόπαντρες, τα κόκκινα «σαλένια» ή «μπουχασένια» μόνο για τις νύφες, που θα τα φορούσαν 40 ημέρες μετά το γάμο. Ο κεφαλόδεσμος σεμνός για τις ηλικιωμένες, λουλουδιασμένες μαντίλες και σιργκούνια για τις ελεύθερες. Για τις νύφες λουλούδια και γκιρλάντες, καρφίτσες και τέλια πολλά. ‘Όλα την ημέρα του γάμου λαμπερά., πλούσια, καλορίζικα, σύμβολα και ευχές για τη νέα ζωή της γυναίκας και την εξασφάλιση της γονιμότητας.
Οι Θρακιώτες όλοι φορούν ποτούρια. Το ποτούρι είναι είδος ανοιχτού δηλαδή φαρδύ παντελονιού που φορέθηκε μόνο στη Θράκη και που ονοματολογικά χαρακτήριζε όλη τη Θρακιώτικη ανδρική ενδυμασία. ‘Ηταν φτιαγμένο από σαγιάκι, μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής (είδος τσόχας), συνήθως καφέ χρώματος, για την καθημερινή ενδυμασία, μαύρου χρώματος για την επίσημη φορεσιά.
H ανδρική ενδυμασία της Θράκης αποτελείτο επίσης από το πουκάμισο . Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν αμάνικα γιλέκα που ήταν από σαγιάκι και άλλα ήταν ανοιχτά και άλλα κλειστά ανάλογα με την περιοχή. Υπήρχαν και πανωφόρια κοντά μανικωτά γιλέκα που ήταν και αυτά από σαγιάκι μαύρο ή σκουρογάλαζο ή καφετί.
Τις κρύες όμως μέρες του χειμώνα φορούσαν τη γούνα, είδος παλτού σαγιακένιου, με γούνινη επένδυση εσωτερικά (προβιά). Το εξάρτημα αυτό χαρακτήριζε την οικονομική κατάσταση αυτού που το φορούσε. Στα πόδια φορούσαν τσουράπια πλεκτά. Τις γιορτές φορούσαν τα κουντούρια ή γεμενιά παπούτσια που αγόραζαν. Τα αγοραστά υποδήματα δίνονταν κυρίως σαν δώρα γάμου και φορέθηκαν με τις Θρακιώτικες φορεσιές από τα τέλη του 19ου αιώνα κυρίως.
Η ανδρική ενδυμασία συμπληρωνόταν με το μακρύ μάλλινο δίμιτο ζωνάρι, κροσσωτό στις δύο στενές πλευρές. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανδρικών ενδυμασιών της Θράκης είναι το κεφαλοκάλυμμα. Πρόκειται για ένα μαύρο ή σκουρογάλαζο ζωνάρι, μήκους περίπου 2 μέτρων, μάλλινο ή βαμβακερό, το οποίο τύλιγαν ολόγυρα στο κεφάλι, αφήνοντας να κρέμεται στην πλάτη η μία κροσσωτή άκρη. Το κάλυμμα αυτό και αντικαταστάθηκε από το καλπάκι, μαύρο βελούδινο ή αστρακάν καπέλο με δύο κουμπιά.
·ΧΟΡΟΙ
Οι χοροί της Θράκης παρουσιάζονται πλούσιοι σε αριθμό και εντυπωσιακοί στο τρίπτυχο κίνηση, λόγος, μελωδία. Η ιδιάζουσα ακόμη συμμετρία κινήσεων του σώματος, σε συνδυασμό με συντονισμένα στην ίδια οξύτητα από τους χορευτές ζωηρά επιφωνήματα, είναι στοιχεία που προσδίδουν ξεχωριστά εντυπωσιακό χαρακτήρα στους θρακικούς χορούς.
Οι χοροί είναι κυκλικοί, αντικριστοί και μεικτοί και έχουν διάφορες ονομασίες, κυρίως από τον τρόπο ή από τις περιστάσεις που χορεύονται, από ιδιαίτερα τοπικά γεγονότα, από εναρκτήριους στίχους τραγουδιών που τους συνοδεύουν κ.λ.π.
Οι πιο συνηθισμένοι είναι:
Ζωναράδικος. Μεικτός χορός, από άντρες και γυναίκες, εντυπωσιακός με μεγάλη διάδοση σ’ όλη τη Θράκη. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι οι χορευτές πιάνονται ο ένας από τον άλλο από τα ζωνάρια. Χορεύεται κυκλικά. Μπροστά μπαίνουν οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες.
Συγκαθιστός. Ιδιαίτερα σημαντικός χορός, από άντρες και γυναίκες. Χορεύεται στους γάμους, όταν πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη, επίσης σε πανηγύρια και άλλα γλέντια. Την ονομασία του οφείλει στο ότι το βήμα του χορευτή ημικάθεται μια στο δεξιό και μια στο αριστερό πόδι.
Χασάπικος Πολίτικος ή Μακελάρης. Θεωρείται πολεμικός χορός. Τη σημερινή ονομασία του έλαβε, επειδή ήταν ο χορός που συνηθιζόταν ιδιαίτερα από τη συντεχνία των μακελάρηδων ( των χασάπηδων).
Αντικριστός ή Καρσιλαμάς. Χορός με μεγάλη διάδοση (καρσί= αντίκρυ). Συνηθίζεται ιδιαίτερα στις γαμήλιες τελετές και διασκεδάσεις. Στην παραδοσιακή εκτέλεση του χορού, οι γυναίκες κρατούν μαντήλι από δυο διαγώνιες άκρες, με τεντωμένα η λυγισμένα τα χέρια στους αγκώνες και κινούν τα χέρια δεξιά - αριστερά ή περιστρέφουν το μαντήλι κυκλικά στη μια κατεύθυνση, ώσπου να διπλωθεί & μετά αυτό ξεδιπλώνεται στην αντίθετη κίνηση.
Μαντηλάτος. Χορός αντικριστός, συνήθως από έναν άντρα και μια γυναίκα. Οφείλει την ονομασία του στο μαντήλι που κρατούν οι χορευτές.
·ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Το όνομα των Θρακών είναι συνδεμένο από τα πανάρχαια χρόνια με την τέχνη της μουσικής. Ο Όμηρος αναφέρει ότι η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από τη Θράκη και σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Θράκες μετέφεραν τη μουσική παντού : «Μέχρι της Ινδικής εκείθεν και την πολλήν μουσικήν μεταφέρουσιν».
Και στους νεότερους χρόνους όμως οι Θράκες, διακρινόμενοι για την αγάπη, την έφεση αλλά και την ικανότητά τους στη μουσική, έπλασαν ιδιαίτερους μουσικούς δρόμους, χρησιμοποιώντας, ειδικά από τους βυζαντινούς χρόνους και έπειτα, τα ηχοχρώματα των βυζαντινών μελών, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε. Χαρακτηριστικά ο μεγάλος Θρακιώτης καλλιτέχνης τραγουδιστής, Χρόνης Αηδονίδης αναφέρει ότι : «…Η μουσική της Θράκης, ειδικά της ανατολικής, είναι συνυφασμένη με το βυζαντινό τραγούδι…».
Ειδικότερα η μουσική της Ανατολικής Θράκης είναι πρόσχαρη με έντονη μελωδικότητα, και μοιάζει με τη Μικρασιατική μουσική και ιδιαίτερα της Πόλης που και αυτή είναι έντονα επηρεασμένη από τη βυζαντινή μουσική παράδοση.
Η Ανατολική Θράκη χρησιμοποιεί, κατά βάση, βυζαντινά όργανα, όπως:
ζεϊμπέκης ο [zeibékis] Ο11 & ζεϊμπέκος ο [zeibékos] Ο18α & ζεϊμπέκι το [zeibéki] Ο44 : για πληθυσμό της επαρχίας του Aϊδινίου της Mικράς Aσίας, κατά την περίοδο της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, ο οποίος προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες και διατηρούσε ήθη εντελώς ιδιαίτερα και αντίθετα προς τη μουσουλμανική ορθοδοξία: H ανταρσία των ζεϊμπέ κηδων το 1833. Aστυνομικά καθήκοντα αναθέτονταν στους ζεϊμπέκους από τα μέσα του 19ου αι.
Οι Ζεϊμπέκοι (zeybek) ήταν ομάδες ανθρώπων με ιδιότυπα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που έζησαν για αρκετούς αιώνες στις κεντροδυτικές περιοχές της αιγαιακής Mικρασίας και αφομοιώθηκαν, χωρίς να αφήσουν επιβιώματα, στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα στο πολυεθνικό χαρμάνι της οθωμανοτουρκικής επικράτειας. Πιθανός καρπός επιμειξίας Θρακών μεταναστών και κατοίκων της Φρυγίας, οι Ζεϊμπέκοι αγωνίστηκαν πεισματικά για τη διατήρηση της ελευθερίας και της αυτονομίας τους, ανέπτυξαν δυναμική ληστρική -και συχνά επαναστατική- δράση και έγιναν γνωστοί ως οι σημαντικότεροι εκφραστές της κοινωνικής ληστείας στην Aνατολία. Oρκισμένοι εχθροί της οθωμανικής εξουσίας, που επεδίωκε την καταστολή των εξεγέρσεων και την καθυπόταξή τους, σκοπό τους είχαν την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας και απέκτησαν θρυλική φήμη (ιδίως οι αρχηγοί τους, οι Eφέδες, με κορυφαίο τον Tσακιτζή-Eφέ, τον επονομαζόμενο Pομπέν της Aνατολής), που οφείλεται στην παλικαριά, την ντομπροσύνη και τη γοητεία τους. H ζωή και η δράση τους τροφοδότησε τη λαϊκή καλλιτεχνική φαντασία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, το θέατρο, την τέχνη της φωτογραφίας, τη δημοσιογραφία, τόσο στην Tουρκία όσο και στην Eλλάδα αλλά και στην Eυρώπη.
Θωμάς Kοροβίνης,
ανάλογα με την περιοχή της ανατολίας και τον ρυθμό υπάρχουν πολλοί τύποι χορου zeybek :
πέργαμος / μενεμένη
γνωστό τραγούδι σε ρυθμό zeybek
διάφορες εκτελέσεις στα τουρκικά και ελληνικά
ηχογραφήσεις στην διάρκεια του μεσοπολέμου σε αθ'ηνα , τουρκία και αμερική. ollinos.blogspot.grBabylinos
Τσακιτζής , ο ζεϊμπέκος λαϊκός ήρωας
Ο ΤΣΑΚΙΤΖΗΣ (Τσακίρτζαλη Μεχμέτ Εφέ) είναι ο πιο φημισμένος λησταντάρτης
της Ανατολής των αρχών του αιώνα μας. Η ανταρσία του εναντίον της οθωμανικής
εξουσίας, η ζωηρή δράση του εναντίον της πλουτοκρατίας και η ευεργετική στάση
του απέναντι στα λαϊκά στρώματα τον ανέδειξαν σε θρυλικό λαϊκό ήρωα. Τον
αποκάλεσαν «ιππότη της Ανατολής» και η φήμη του διαδόθηκε σε Ανατολή και Δύση.
Η ζωή του, οι περιπέτειες και οι έρωτές του πήραν διαστάσεις μύθου και τροφοδότησαν
τη λαϊκή μυθολογία, το θέατρο σκιών και τον κινηματογράφο, τόσο της νεότερης Τουρκίας
όσο και της Ελλάδας.
στά τραγούδια ο τσακιτζής παρομοιάζεται με "καβάκι" , την ψηλόλιγνη μεσογειακή μαύρη λεύκα
που φτάνει σε ύψος και τα 30 μέτρα
İzmir'in kavakları
(Οι σμυρνέικες οι λεύκες)
Dökülür yaprakları
(φύλλα ρίχνουνε σωρό)
Bize de derler Çakıcı
(Με λένε μένα Τσακιτζή)
Yar fidan boylum
(λυγερόκορμο δεντρί)
Yıkarız konakları
(και κονάκια πυρπολώ) ollinos.blogspot.grBabylinos
το τραγούδι τιυ τσακιτζή σε ρυθμό zeybek από την ρόζα εσκενάζι ollinos.blogspot.grBabylinos
Babylinos έγραψε:
Oρκισμένοι εχθροί της οθωμανικής εξουσίας, που επεδίωκε την καταστολή των εξεγέρσεων και την καθυπόταξή τους, σκοπό τους είχαν την αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας...
Mια ιδιότυπη κατηγορία Tούρκων των μικρασιατικών επαρχιών του περασμένου αιώνα ήταν οι απόγονοι των παλαιών λεγομένων Δερέ- μπεη που κατά λέξη σημαίνει “οι άρχοντες του κάμπου”. Aυτοί ήσαν ένα είδος φεουδαρχών, μια αριστοκρατική τάξη της Mικράς Aσίας. Στα φέουδά τους είχαν αυτονομία και σε αντάλλαγμα για τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, είχαν την υποχρέωση να διαθέτουν στον Σουλτάνο ορισμένο αριθμό στρατιωτών, να συντηρούν τους δρόμους και να φροντίζουν για τη δημόσια ασφάλεια. Aυτά βέβαια στα χαρτιά, διότι στην πραγματικότητα οι Δερέ-μπεη αποτελούσαν μια ένοπλη δύναμη που υπηρετούσε κατά βάθος τις δικές της ληστρικές επιχειρήσεις που έφτασαν να γίνουν πληγή για τις χώρες εκείνες. O Σουλτάνος Mαχμούτ B’ αναγκάστηκε να καταργήσει τα προνόμιά τους αυτά το 1833. Ωστόσο για πολλά χρόνια αργότερα και ως τον 20ο αιώνα, εξακολουθούσαν να υπάρχουν πολλές τέτοιες “αριστοκρατικές” οικογένειες οι οποίες μάλιστα διεκδικούσαν ως το τέλος τα “δικαιώματά” τους. Kι αν δεν τα ανέκτησαν ποτέ, είχαν όμως πάντοτε μια ιδιαίτερη εκτίμηση εκ μέρους του μεγαλύτερου μέρους του τουρκικού πληθυσμού της Mικράς Aσίας.
Tις στρατιωτικές μονάδες των Δερέ-μπεη συγκροτούσαν οι ζεϊμπέκηδες που αποτελούσαν ιδιαίτερο και ιδιότυπο στοιχείο της Aνατολής. Zούσαν απομονωμένοι, χωρίς πολλές επαφές και σχέσεις με τους άλλους μουσουλμάνους. Φόβος και τρόμος των Eλλήνων αν και στις τάξεις τους υπήρχαν και πολλοί εξισλαμισθέντες χριστιανοί Eλληνες. Eίχαν τις δικές τους παράξενες φορεσιές, οι οποίες γινόταν πολλές φορές αντικείμενο περιγραφής διαφόρων ζωγράφων που ταξίδευαν σε εκείνα τα μέρη. Oι απεικονίσεις τους δείχνουν να φορούν ένα πολύ ψηλό κάλυμμα στο κεφάλι, σαν πολλά ανασκουμπωμένα φέσια το ένα πάνω στο άλλο, τα οποία περιτυλίγουν αντί με τουρμπάνι, με ριγωτά πανιά με μακρυές φούντες. Φορούσαν ακόμα, ένα χρωματιστό γιλέκο κοντό και σκληρό από τα πολλά κεντήματα, πανταλόνι μέχρι τα γόνατα, κολλητό στα σκέλη που όμως σχηματίζει στο πίσω μέρος, φαρδύ σάκο (βράκα). Στη μέση τύλιγαν μια ζώνη από ριγέ μετάξι ή κόκκινο μαλλί. Aπό το γόνατο και κάτω οι κνήμες ήταν γυμνές για ομορφιά. Hσαν, λέγεται, περήφανοι για το άσπρο δέρμα τους και τις λεπτές και νευρώδεις γάμπες τους, αλλά και για τους τρυφερούς... αστραγάλους τους που τους θεωρούσαν φυλετικό πλεονέκτημα. Mερικές φορές φορούσαν και κεντητές περικνημίδες και κόκκινες δερμάτινες παντόφλες. Aπαραίτητο στοιχείο της φορεσιάς αυτής ήταν το “σιλαχλίκ” το σελάχι μια φαρδιά ζώνη που έφερε τα σπουδαιότερα τους πράγματα: τις πιστόλες, τα στιλέτα, την πίπα, την ταμπακιέρα και τα χρήματά τους.
Oταν οι τελευταίοι Δερέ-μπεη έχασαν τα προνόμιά τους, ο διοικητής του νομού της Σμύρνης Tαχέρ Πασάς, κατάργησε και την πολιτοφυλακή των ζεϊμπέκηδων και απαγόρευσε να φορούν την περίφημη παραδοσιακή τους ενδυμασία. Oι ζεϊμπέκηδες δε νοιάστηκαν ούτε για τα προνόμια, ούτε για την εξουσία. Δεν μπόρεσαν όμως να δεχτούν και να υπακούσουν διαταγή για την ενδυμασία και έτσι ξεκίνησε η επανάσταση των ζεϊμπέκηδων που κατέληξε σε ένα τρομερό, αλα τούρκα, μακελειό. O Bαλής της Σμύρνης παρέσυρε τους αρχηγούς στο κονάκι του δήθεν πως ήθελε να διαπραγματευθεί μαζί τους. Eκείνοι παρουσιάστηκαν πάνοπλοι και με μεγάλη ακολουθία. Aίφνης ακούστηκε ένας πυροβολισμός, όπως είπαν, από τη μεριά των ζεϊμπέκηδων, αλλά μάλλον ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η σφαγή. Kαθώς ήταν όλοι μαζί συγκεντρωμένοι στην αυλή, οι κρυμμένοι Tούρκοι στρατιώτες άρχισαν να τους πυροβολούν από παντού, μέχρι που σκότωσαν και τον τελευταίο. Kατόπιν έκοψαν τα κεφάλια τους και τα κάρφωσαν στα κάγκελα του κονακιού για παραδειγματισμό. Mε παρόμοιο (θηριώδη) τρόπο εξόντωσαν τους αρχηγούς ζεϊμπέκηδες και στο Aϊδίνι.
Yστερα από την αποτυχημένη επανάστασή τους οι ζεϊμπέκηδες διατήρησαν μεν τη φορεσιά τους, έχασαν όμως την αίγλη, την παλληκαριά, αλλά και τα έσοδά τους. Σιγά -σιγά ξέπεσαν σε ένα γραφικό αξιοθέατο για τους επισκέπτες της Aνατολής. Ως τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, οι ταξιδιώτες που ήθελαν να πάνε στο εσωτερικό της Mικράς Aσίας, τους νοίκιαζαν σαν ένοπλους οδηγούς, ήσυχοι πως δεν θα πέσουν θύματα ληστών.
Ως τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, οι φυλακές της Pόδου, του Mπουντρούμ και άλλων περιοχών του ανατολικού Aιγαίου, ήταν γεμάτες από ζεϊμπέκηδες, τραγικά λείψανα μιας ολόκληρης εποχής που έφευγε για πάντα.
(γουρδώνουμε το περπούτσι παραμοίρα και μουσικούς ορίζοντες ανοίγουμε) FallenAngelΛα τα μινόρια
επίσης από μαρτυρία της Αγγελικής Παπάζογλου
«Οι ζεϊμπέκες ήτανε κάτι κοντά βρακάκια, με γυμνά πόδια, σαν τσι διαόλοι... Γεμάτοι από πάνω ίσαμε κάτω σούβλες, ξουράφια, μαχαίρες, μαχαιράκια, αργιλέδες, τανάλιες, μπαλτάδες... σαν κινούμενο χασαπιό ήτανε... [...] Όσους σκότωνε, τόσα σαρίκια είχε καμαρώνανε στο κεφάλι του, σαν κουλούρια, τόνα πάνω στο άλλο. Άμα είχε σκοτώσει πάνω από δέκα, είχε δικαίωμα να βάζει "πλάκα -που λένε- τα γαλόνια" σαν το ναύαρχο... μονο-κόμματο μακρύ φέσι. [...]
Εματζευούντουστε πέντε-έξι κι ηρχούντουστε και σου χτυπάγανε την πόρτα [....] Τηνέ σπάγανε την πόρτα άμα δεν του ηάνοιγες, χώνανε στα σπασμένα σανίδια αυτό το άγριο μούτρο -το κεφάλι τως- και μόλις τους ήβλεπες, ήτρεχε μέσα στο κορμί σου ένας παγωμένος ηλεχτρισμός. Κι έτσι όπως είχανε πέσει απάνω σου και σε σφίγγανε η γυναίκα σου και τα παιδιά σου, ρώταες με δίχως αναπνοή:
- Τι θέτε;
Και σου απαντούσαν:
- Κορίτσια...
[...] Οι ζεϊμπέκηδες ήρθανε απ' τη Θράκη στο Ντεμίσι και στ' Αϊντίνι. Αλλαξοπιστήσανε, γινήκανε σκυλότουρκοι, και το τουρκικό σουλτανάτο τους έστελνε πάντα εναντίον των χριστιανών. Ήτανε τραμπούκοι του σουλτάνου. [...]»
είναι γραμμένο η αλήθεια των ανθρώπων είναι μια οφθαλμαπάτη
είναι γραμμένο ο θάνατος είναι μια όαση
(γουρδώνουμε το περπούτσι παραμοίρα και μουσικούς ορίζοντες ανοίγουμε) FallenAngel
http://www.24grammata.com/?p=14474
Οι Ζεϊμπέκοι και το ζεϊμπέκικο (η ιστορία του χορού)
Κάθε Σαββατοκύριακο, εκατοντάδες άντρες και γυναίκες χορεύουν ζεϊμπέκικα σε μεγάλες πίστες ή μικρά ρεμπετάδικα όλης της Ελλάδας. Ομως ο πολυτραγουδισμένος αυτός χορός πολύ μικρή σχέση έχει σήμερα με τον τόπο και τον τρόπο που ξεκίνησε -στα βάθη των αιώνων στην κεντροδυτική Ανατολία.
Πήρε δε το όνομά του από τους περήφανους και άγριους ληστές Ζεϊμπέκους, που, όταν δεν τον χόρευαν επιδεικνύοντας τα σπαθιά τους… κατέσφαζαν Ελληνες, όπως αυτούς του Αϊδινίου, την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Οσο μεγαλοπρεπές ήταν το παρουσιαστικό των Ζεϊμπέκων με μια φορεσιά-κινητό οπλοστάσιο, άλλο τόσο εντυπωσιακός ήταν ο χορός τους: «Ο Ζεϊμπέκης αρχίζει να ρίχνει τις βόλτες του. Ακουμπάει τα δάχτυλά του με μια ξαφνική, βίαιη κίνηση στο χώμα, σηκώνεται απότομα, παίρνει στα χέρια του το σπαθί ή το όπλο του και συνεχίζει τις βόλτες του… Μια παραδοσιακή εντυπωσιακή φιγούρα είναι να χτυπά ο Ζεϊμπέκης το ένα χέρι του στην μπότα του και το άλλο χέρι του στο όπλο του», περιγράφει ο Θωμάς Κοροβίνης στην πολύ ενδιαφέρουσα, πολυσέλιδη μελέτη του «Οι Ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας», που θα κυκλοφορήσει σύντομα από την «Αγρα».
Για 17 χρόνια ο συγγραφέας, που έχει ασχοληθεί και με την τουρκική λαϊκή ποίηση, ερεύνησε σε βιβλιοπωλεία, παλαιοπωλεία, μουσεία της Τουρκίας, έψαξε σε περιοδικά και παρτιτούρες για τους Ζεϊμπέκους, το όνομα των οποίων, Zeybek, έχουν δανειστεί σήμερα πολλά καφενεία και μουσικοχορευτικά στην περιοχή της Σμύρνης, όπου οι τουρίστες γεύονται και το περίφημο ψητό κρέας Zeybek Kebabi.
Διάφορες εκδοχές υπάρχουν για την καταγωγή των Ζεϊμπέκων. «Η ορθότερη είναι ότι οι Ζεϊμπέκοι είναι απόγονοι φυλετικής επιμειξίας θρακών μεταναστών και κατοίκων της Φρυγίας», σημειώνει ο Θ. Κοροβίνης, ενώ μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που υπήρξε από λογοτέχνης μέχρι ο πρώτος έλληνας αεροπόρος, ο Θάνος Μούρραης Βελλούδιος, αναφέρει ότι τα συνθετικά της λέξη «Ζεϋμπέκο», είναι «Ζεϋ εκ του Ζευς και συμβολίζει το πνεύμα» και Μπέκος, δηλαδή άρτος και συμβολίζει το σώμα».
Ο δε Γιάννης Τσαρούχης, που επανειλημμένα ζωγράφισε ναύτες και στρατιώτες σε ζεϊμπέκικες φιγούρες, σε μια συνομιλία του με τον ρεμπέτη Τάκη Μπίνη έχει υποστηρίξει ότι «οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Ελληνες, Μακεδόνες και Θρακιώτες, που ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία… Τους ονόμαζαν Ζεϊμπέκια δηλαδή ζωέμπορους και Μακελάρηδες (χασαπάδες) γιατί έσφαζαν χιλιάδες ζώα και τα πουλούσαν. Στο πέρασμα των χρόνων θέλησαν να απαθανατίσουν τον ηρωιμό και την παλικαριά τους και να διατηρήσουν τις ηρωικές τους παραδόσεις και έτσι δημιούργησαν αυτόν το δύσκολο χορό το ζεϊμπέκικο, που τον χόρευαν ένας ένας με σπαθιά στα χέρια και πότε πότε και στο στόμα: βγάζοντας μουγκρητά ή αλαλαγμούς -σαν τα σημερινά όπα, άλα, γιάλα και διάφορα άλλα παλικαρίσια».
Η αγέρωχη κορμοστασιά τους, που τόνιζε η στολή τους, δεν άφησε αδιάφορους τους δυτικούς περιηγητές που τους απεικόνισαν σε γκραβούρες. Από τη ζώνη τους κρεμούσαν ασημένια ταμπακέρα, ένα φλασκί αλλά και ένα μικρό μαξιλάρι που το χρησιμοποιούσαν όταν διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο. Συχνά βλέπουμε να υπάρχουν και έγχορδα λαϊκά όργανα στη ζώνη τους όπως ένα μπαγλαμά σάζι για να τραγουδούν τα ηρωικά τους κατορθώματα. Χαρακτηριστικό όμως της αισθητικής τους ήταν το πλούσιο σαλβάρι που άφηνε ακάλυπτα τα γόνατα. «Από το γόνατο και πέρα είναι οι κνήμες γυμνές, λόγω… κοκεταρίας», σημειώνει ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. «Οι Ζεϊμπέκηδες είναι πολύ περήφανοι για την άσπρη επιδερμίδα τους, για τις λεπτές νευρώδεις γάμπες και τους τρυφερούς αστραγάλους τους που θεωρούνται σαν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ράτσας τους».
«Οι Ζεϊμπέκοι συνδέονται με την εξέγερση, με πράξεις μεγαλοψυχίας και ευθυδικίας», σημειώνει ο Θ. Κοροβίνης που έχει μεταφράσει το μυθιστόρημα του κούρδου συγγραφέα Γιασάρ Κεμάλ για τον ξακουστό Εφέ «Τσακιτζή». «Η σύγχρονη αντίληψη γι’ αυτούς είναι ότι διακρίνονται από αντικρατική και αντιεξουσιαστική συμπεριφορά, στρέφονται εναντίον των προεστών και εναντίον της κρατικής βίας και καταπίεσης και της κακής διοίκησης».
Ζούσαν σε ομάδες στα βουνά, είχαν την ιεραρχία τους με ανώτερο τον Εφέ και στο πνεύμα της «κοινωνικής ληστείας», τιμωρούσαν, σύμφωνα με τη λαογράφο Ρ. Saralp, «τους υφασματέμπορους που πουλούσαν ακριβότερα από την κανονική τιμή, τους ντόπιους ρωμιούς μπακάληδες που έκλεβαν στο ζύγι… Επισκεύαζαν τις βρύσες και τις κρήνες των χωριών, άνοιγαν πηγάδια, βοηθούσαν τους φτωχούς με χρήματα. Υποχρέωναν τους πλούσιους να ενισχύσουν την προίκα των φτωχών κοριτσιών…».
Τα τραγούδια τους εξυμνούσαν τις αρετές και τα κατορθώματά τους, όπως το ζεϊμπέκικο του Γκερ Αλή. Αλλα πάλι έχουν ερωτικό χαρακτήρα, όπως το «Μενεξεδί πρόβατο»: «Εγώ απόμεινα μόνος,/ εδώ στα λημέρια μου,/ ξεχασμένος μετανάστης,/ δεν αντέχω στα βουνά, /μακριά σου, αγαπημένη».
«Χαρακτηριστικό είναι ότι οι Εφέδες όταν έπαιζαν ζεϊμπέκικα τραγούδια στο βουνό, τα χόρευαν πάντοτε μόνοι τους, ένας ένας, ποτέ δύο δύο ή ομαδικά», σημειώνει ο συγγραφέας. «Θεωρείται, σύμφωνα με την παράδοση καθεαυτού ανδρικός χορός. Ωστόσο, σε ορισμένες περιοχές επικράτησε η συνήθεια να τον χορεύουν σπανιότερα και οι γυναίκες. Η μουσική που συνοδεύει το χορό έχει εννέα μέτρα. Στην παραδοσιακή του εκτέλεση, η χρονική διάρκεια του ζεϊμπέκικου είναι περιορισμένη γι’ αυτό και στην Τουρκία, όταν κάποιος μακρυγορεί συνηθίζουν να τον διακόπτουν και να του λένε: “Κόφ’ το, να γίνει αϊδίνικο”».
Διατρέχοντας τη μελέτη του Θ. Κοροβίνη, βλέπουμε τις αντιφατικές δράσεις των ομάδων των Ζεϊμπέκων. Αλλοι είχαν αναδειχτεί σε ένα είδος τοπικού χωροφύλακα και προστάτευαν τους ταξιδιώτες, άλλοι φύλαγαν τις περιουσίες των προκρίτων. Τον 19ο αιώνα υπέστησαν πολλούς διωγμούς από τους σουλτάνους, χρησιμοποιήθηκαν όμως και ως επίλεκτοι πολεμιστές του οθωμανικού στρατεύματος.
Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας έχουν από αυτούς τις χειρότερες αναμνήσεις. Οπως έχει αφηγηθεί με γλαφυρότητα στο περιοδικό «Ντέφι» η Μικρασιάτισσα Αγγέλα Παπάζογλου: «Και να πηγαίνουνε οι πασιμπουζούκηδοι, οι σκυλότουρκοι με κείνα τα κοντά βρακάκια αξυπόλητοι με κάτι ζωνάρια πετσένια που ‘χανε απάνω κρεμασμένα τα όπλα τους κι ανάμεσα κρεμούντουστε οι βρώμικες κοιλιές τους, τα χείλια τους γεμάτα σπυριά, μεγάλα σπυριά σα καρύδια, οι γλειτσιαχείληδοι και να γυρεύουνε τα κορίτσια».
Σήμερα υπάρχουν περίπου 150 διαφορετικά ονόματα ζεϊμπέκικων στην Τουρκία: «Ζεϊμπέκικο του τράγου», εμπνευσμένο από τα ριψοκίνδυνα πηδήματα των κατσικιών, του «Γιουρούκ Αλή Εφέ» ο οποίος ήταν χωλός από το δεξί του πόδι γι’ αυτό όσοι το χορεύουν στηρίζονται σταθερά για αρκετή ώρα στο αριστερό. Ο «Πλουμιστός χωροφύλακας» αναπαριστά την κωμική ιστορία ενός λιποτάκτη ο οποίος ενώθηκε μεταμφιεσμένος με το τάγμα χωροφυλακής που τον καταδίωκε, ενώ οι φιγούρες του «Εσκί Παζάρ» μιμούνται την αιώρηση πάνω σε ένα σκοινί.
«Η εκτέλεσή του βασίζεται σε καθορισμένους κανόνες ευπρέπειας και αυστηρής χορευτικής συμπεριφοράς», συνεχίζει ο Θ. Κοροβίνης. «Εχει δικαίωμα να τον χορέψει οποιοσδήποτε επιθυμεί, όμως το να χορέψει κάποιος απρόσκλητος θεωρείται απαράδεκτο και αξιόμεμπτο. Κανείς δεν επιτρέπεται να συνοδεύσει κάποιον ενώ χορεύει χωρίς να προσκληθεί. Επίσης, για κανένα λόγο δεν πρέπει κάποιος να διακόψει το χορό, να παραγγείλει έναν χορό ή να προτείνει την αλλαγή του σκοπού που εκτελείται. Οι προφορικές τοπικές παραδόσεις πολλών περιοχών της Ανατολίας διασώζουν πλήθος αφηγήσεις οι οποίες αναφέρονται σε θρυλικούς καβγάδες και μαχαιρώματα, που προκλήθηκαν από τέτοιου είδους παραξηγήσεις…».
Οι μελετητές βρίσκουν στον ζεϊμπέκικο διονυσιακά και πολεμικά στοιχεία, τα οποία συναντάμε και στην περιγραφή του Στράτη Μυριβίλη στο βιβλίο «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης»: «Χόρευαν αργά και αγέλαστα όλοι μαζί ένα μεγάλο κυκλικό ζεϊμπέκικο, η ρόδα του γύριζε μεγαλόπρεπα γύρω στους νταουλτζήδες… Εμείς οι μικροί, βλέπαμε τις μυτερές λεπίδες να σταυρώνουνται κάτω από το σαγόνι, πίσω από το λαιμό… Περιμέναμε λαχανιασμένοι την ώρα που θα άρχιζαν “να παίρνουν τις ανάλιες”. Αυτό γινόταν σαν έφτανε η μανία τους στο κατακόρυφο. Σήκωναν τότες την κάμα, “χέι!” φώναζαν και την κάρφωναν στο μερί, στη γάμπα. Και να πάλι συνέχιζαν το γλέντι».
Τη δεκαετία του 1930 τα ζεϊμπέκικα εισβάλλουν στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας και υιοθετούνται από τύπους του κοινωνικού περιθωρίου, όπως οι νταήδες και οι καμπανταήδες. «Αυτοί τροποποίησαν τους ζεϊμπέκικους χορούς και ιδιοποιήθηκαν ορισμένες παραδοσιακές χορευτικές φιγούρες διαμορφώνοντας ένα στιλ μοναχικού ή ομαδικού ανδρικού ζεϊμπέκικου χορού, ο οποίος προσιδιάζει στον αντίστοιχο ζεϊμπέκικο που καλλιεργήθηκε και επικράτησε στον ελληνικό χώρο στο πλαίσιο της εδραίωσης του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού», σύμφωνα με τον μελετητή.
Στον ρυθμό του τουρκικού ζεϊμπέκικου «Κιόρογλου» αλλά με διαφορετικούς στίχους τραγούδησε η Ρόζα Εσκενάζυ, ενώ ο Πυθαγόρας έγραψε τη δεκαετία του ’70 τη «Γιορτή Ζεϊμπέκηδων» που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας σε μουσική Απόστολου Καλδάρα. Η επιτυχία του Χρηστάκη «Εμαθα πως είσαι μάγκας» είναι, σύμφωνα με τον Π. Κουνάδη, διασκευή του παραδοσιακού «αργού αϊδίνικου ζεϊμπέκικου χορού».
Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται. Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα».
Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.
Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε. Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά,
σαν γεμίσω το κεφάλι,
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.
(Τσέτσης)
Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,
ρίξε μια γλυκιά πενιά
σαν γεμίσω το κεφάλι
γύρνα το στη ζεϊμπεκιά
Να χορέψω μες στη ζάλη,
όμορφα και ταπεινά
η καρδιά μου είναι μαύρη
απ’ τα τόσα βάσανα
Παίξε, Χρίστο, άλλο ένα
μαύρες σκέψεις μου περνούν
κάποια μέρα μες στη στράτα
ξαπλωμένο θα με βρουν
Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του· αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.
Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το «Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.
Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:
Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα
του θανάτου η καμπάνα και για μένα.
(Τσιτσάνης)
*****
Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,
όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.
(Βαμβακάρης)
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του ζεϊμπέκικου.
Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι· απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.
Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό κάποιοι ανίδεοι αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του, κι αυτός θα αντιδράσει.
Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός. Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι προσβολή γι’ αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει.
Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για παιδιά. (Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια χιαστί σαν αρχαία τραγωδός· και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ’ όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.)
Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά· έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η ζωή ρημάδι. Γι’ αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας. Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του χαμόσπιτου και των καταγωγίων.
Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.
Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να μπει». Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει. Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα και το θείο.
Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει ο καημός που τον έκανε να χορέψει.
Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει. Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και άλλες προτεραιότητες. Μπορεί και να γίνει έτσι. Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.
Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά για τον κόσμο ολόκληρο.
———
* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».
Άρθρο του Διονύση Χαριτόπουλου στην εφημερίδα Τα Νέα, 14/9/2002.
Ζεϊμπέκικο
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το ζεϊμπέκικο (ή ζεϊμπέκικος) είναι λαϊκός χορός. Το όνομά του οφείλεται στον εξισλαμισμένο ελληνικό πληθυσμό των Ζεϊμπέκων.[1] Αναφέρεται ότι διαδόθηκε στα ελλαδικά αστικά κέντρα στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η εμφάνισή του ανάγεται στα τέλη του 17ου αιώνα σε αστικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη και ηΣμύρνη[2]. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει ότι χορευόταν στη Μαγνησία και το Αϊδίνιο σε τοπικές γιορτές[3]. Όντας αρχικά αντικριστός χορός δύο ατόμων που έφεραν οπλισμό, εξελίχθηκε σε «μονήρη αυτοσχεδιαστικό ανδρικό χορό»[4].
Καταγωγή
Ο χορός αντλεί την καταγωγή του από εξισλαμισμένους Ζεϊμπέκους με Θρακοφρυγική καταγωγή[5][6]. Οι Ζεϊμπέκοι ως ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού τηςΠρούσας, του Αϊδινίου και της Ερυθραίας Μικράς Ασίας, επονομαζόμενοι και «ιππότες των ορέων», ήσαν υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους[7]. Η φρυγική καταγωγή του χορού οδήγησε στην άποψη πως πιθανώς η ονομασία Ζεϊμπέκος σχετίζεται με την αρχαία φρυγική παραλλαγή του Ζεύς, και τουβεκός που σημαίνει ψωμί στα φρυγικά, κατά τον Ηρόδοτο, Θεωρείται ότι συμβολίζει κατά κάποιο τρόπο μια αναζήτηση για την ένωση του πνεύματος με το σώμα, του θεού με τον άνθρωπο και χορευόταν στην απώτερη αρχαιότητα προς τιμήν της Κυβέλης της μητέρας θεάς.[8][9]
Σύμφωνα με άλλες θεωρίες ο χορός πρόκειται για κατεξοχήν αρχαίο ελληνικό - Θρακικό που τον μετέφεραν και τον διέδωσαν στην Ασία οι αρχαίοι Αργείοι-Θράκες, όταν ίδρυσαν αποικία στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας (σημερινό Αϊδίνιο).[10] Ο Σίμων Καράς υποστήριζε πως ο χορός είχε κληρονομιά αρχαιοελληνική (ρυθμική - χορευτική) αφού το ρυθμικό τους σχήμα των 9 χρόνων διαφαίνεται στις ωδές της Λεσβίας Σαπφούς.[11].
Ύφος και εκτέλεση
Ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός είναι αυστηρά αντρικός γι αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως "χορός του αετού".[12] Ο ρυθμός ακολουθεί το βυζαντινό μέτρο που είναι στα 9/8, ενώ η συνηθισμένη ρυθμική του διάταξη είναι: 2/4+2/4+2/4+3/4 ή 4/4+2/4+3/4. Εκτελείται σε χώρο που δεν - ή λίγο - ξεπερνά το τετραγωνικό μέτρο και κυριαρχείται από αυτοσχεδιαστικές κινήσεις[13]. Ως ιδιόρρυθμος εννεάσημος χορός έχει διαφορετικές μουσικές οργανώσεις και ποικίλλει ανάλογα με το θεματικό περιεχόμενο, τον χώρο προέλευσης και τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκε[14]
Μετασχηματισμοί[
Ο ζεϊμπέκικος ορίζεται ως ρεμπέτικοςχορός, τουλάχιστον για την περίοδο 1850-1953 σε ό,τι αφορά στην κοινωνική του διάσταση. Από το 1953 έως το 1980 οι μετεξελίξεις και οι μετασχηματισμοί της ελληνικής κοινωνίας φέρνουν στο προσκήνιο το ζεϊμπέκικο ως λαϊκό χορό. Από το 1980 και εντεύθεν ορίζεται ως πανελλήνιος χορός που εξελίσσεται σύμφωνα με την ελληνική αστικολαϊκή μουσική παράδοση[15].
Παραπομπές Ζεϊμπέκης
Τυροβολά 2003, σ. 132.
Πάλης 1941, σ. 231
Tyrovola 1994, σ. 108.
Baud-Bovy 1984, σ. 46-47.
Δραγούμης 1984, σ. 58
Τυροβολά 2003, σ. 132 Dance studies: Τόμοι 13-16 The Cornhill Magazine: 1957. musipedia.gr - Τάκης Καλογερόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001 Βώσσος, Θεόδωρος: "Χορός Ζεϊμπέκικος", Παράδοση και Τέχνη 019, σελ. 20 - 21, Αθήνα, Δ.Ο.Λ.Τ., Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1995. Ζεϊμπέκικο, Greece: a primary source cultural guide.
Τσαρούχης 1983, σ. 268.
Tyrovola 1994, σσ. 109-111.
Τυροβολά 2003, 134.
Βιβλιογραφία
Baud-Bovy S. 1984, Δοκίμιο για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο.
Δραγούμης Μ. 1984, «Μια μουσικολογική προσέγγιση του ρεμπέτικου», Θέματα Ελληνικού Πολιτισμού Ι, Αθήνα.
Πάλλης Α.Α. 1941, Σελίδες της παλιάς γενιτσάρικης Τουρκίας, Εκάτη, Αθήνα.
Τσαρούχης Γ. 1983, «Μικρό σχόλιο στο Ζεϊμπέκικο», στο Χολστ Γκ. Δρόμος για το Ρεμπέτικο, Αθήνα.
Τυροβολά Βασ. 2003, «Ελληνικοί αστικολαϊκοί χοροί» στο Γύφτουλας Ν. et al, Επισκόπηση ελληνικής μουσικής και χορού, ΕΑΠ, Πάτρα.
Tyrovola V. 1994,«The evolutionary process ofd the dynamics of popular urban culture. The case of Zebekiko dance», Proceedings of the 17th Symposium of the Study Group of Ethoarchaeology, Nauplion, σσ. 107-113.
Τα μουσικά είδη του Ζεϊμπέκικου.
To ζεϊμπέκικο σαν χορός, ίσως να είναι ο πιο δύσκολος χορός στην εκμάθηση του.
Η δυσκολία δεν έχει σχέση με δύσκολες χορευτικές τεχνικές, δυναμικές ή ακροβατικές κινήσεις όπως σε άλλους χορούς. Ο ρυθμός του ζεϊμπέκικου κάνει την εκπαίδευση δύσκολη υπόθεση και σαν πρώτο εμπόδιο του εκπαιδευόμενου χορευτή είναι πρώτα να ακούσει τον ρυθμό. Να μάθει να μετρά πάνω στον ρυθμό και τέλος αφού βρει την αρχή του μέτρου και αρχίσει να μετράει και να χορεύει.
Στην συνέχεια να κρατάει το σωστό τέμπο, μετρώντας και χορεύοντας πάντα προσεκτικά, να μείνει μέχρι το τέλος του τραγουδιού στο ρυθμό σωστά.
Η δυσκολία στο να χορέψεις όμορφα και σωστά στον ρυθμό ζεϊμπέκικο, δεν αρχίζει όταν βρεθεί ο χορευτής στην πίστα. Η δυσκολία ξεκινά από την μουσική το τραγούδι.
Εάν δεν χορέψει κάποιο γνωστό του τραγούδι κινδυνεύει πάντα να εκτεθεί από τον ρυθμό του τραγουδιού για τι όλα τα ζεϊμπέκικα δεν έχουν τον ίδιο ρυθμό.
Μουσικά τα ζεϊμπέκικα μπορούν να καταταγούν στις εξής ομάδες:
1. Μοντέρνα ζεϊμπέκικα: Για τα μοντέρνα ζεϊμπέκικα, δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει αναφορά γιατί τα περισσότερα απο αυτά δεν μένουν σε σωστό και ίδιο ρυθμό, από την αρχή ως το τέλος του τραγουδιού. Δεν μιλάμε για τα διαφορετικά μουσικά μοτίβα που ακολουθούν αλλά μουσική που αρχίζει από κάποιο ταξίμι ή κάποιο αμανέ ή κάποια ερωτική εισαγωγή, συνεχίζει σε μπλούζ, μπιτάκι, τσιφτετέλι και χασάπικο με μια πρόσμιξη ζεϊμπέκικου ρυθμού. Αυτά τα τραγούδια δεν μπορεί να τα χορέψει κάποιος χωρίς να τα χορογραφήσει. Και για την χορογραφία του τραγουδιού θα πρέπει να ασχοληθεί έμπειρος χορογράφος, που έχει ασχοληθεί πολύ με αυτό το είδος του χορού και της μουσικής για να μπορέσει ...εξιχνιάσει το μυστήριο.
Τα περισσότερα νέα ζεϊμπέκικα ανήκουν δυστυχώς σε αυτήν την κατηγορία και δεν χορεύονται εύκολα.
Μέσα στα δύσκολά μοντέρνα ζειμπέκικα υπάρχουν και υπέροχα τραγούδια που όμως είναι δύσκολα να τα χορέψει κάποιος χωρίς προετοιμασία.
Παράδειγματα: «Πατησίων και Παραμυθιών γωνία», «Ρόζα» (Θ,Μικρούσικος- Δ. Μητροπάνος), «τι σου έκαναν και πίνεις» (απέναντι) κλπ.
Σημείωση για όσους δεν γνωρίζουν τις μουσικές υποδιαιρέσεις:
Ένα όγδοο (8) κλάσμα 1/8 ισούται με 2 δεκαταέκτα (16) και αντιστοιχεί σε μία κίνηση με παύση (αργό). Το δεκατοέκτο αντιστοιχεί σε μία κίνηση χωρίς παύση (γρήγορο).
2. «Απτάλικο» Ζεϊμπέκικο μοτίβο 9/8.
16 8 16 8 8 16 8 16 8 8 8
Υπάρχουν πολλές παραλλαγές Απτάλικου.
Παράδειγμα: Το «Απτάλικο» Ζεϊμπέκικο.
3. Ζεϊμπέκικο «Καμηλιέρικο» μοτίβο σε 9/8.
8 16 16 8 16 16 8 16 16 8 8 8
Παράδειγμα: Το Βαπόρι απο την Περσία (Β. Τσιτσάνη)
5. Ζεϊμπέκικο μοτίβο πρώτη παραλλαγή στα 9/8.
8 16 16 8 8 8 16 16 8 8 8
Σχόλια: Ο ρυθμός του ζεϊμπέκικου που ακούγεται στα παλιότερα τραγούδια όπως παλιά ρεμπέτικα.
Παραδείγματα: Τα δύο πρώτα μέτρα στο "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας (Μ. Λοΐζος) (στη συνέχεια αλλάζει το μοτίβο στο παρακάτω.
6. Ζεϊμπέκικο μοτίβο δεύτερη παραλλαγή στα 9/8.
16 8 16 8 8 16 8 16 8 8 8
Αυτή είναι πιο συνηθισμένη σημερινή μορφή του Ζεϊμπέκικου.
Ο ρυθμός αυτός με πολύ πιο γρήγορο τέμπο μοιάζει σαν δυο μέτρα τσιφτετέλι με ένα πρόσθετο επιπλέον όγδοο στο τέλος του 2ου μέτρου. Δεν παύει όμως να είναι και αυτό ρυθμός ζεϊμπέκικου (γρήγορο ζεϊμπέκικο).
Παραδείγματα : Τα επόμενα μετα τα δύο πρώτα μέτρα μέχρι το όγδοο που αρχίζουν οι επαναλήψεις των ιδίων μέτρων και μοτίβων στο "Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας".
"Ο Τραμπαρίφας" (Μ Σογιούλ ) σε πιο γρήγορο τέμπο.
7. Καρσιλαμάς.
Το ζεϊμπέκικο να διαφέρει απ' όλους τους άλλους ρυθμούς στον κόσμο, η πιο σημαντική διαφορά το αργό τέμπο στα 9/8. Στα γρήγορα 9/8, εκτός από τον γρήγορο απτάλικο και το καμηλιέρικο που είναι κι αυτά παραλλαγές των μουσικών μοτίβων του ζεϊμπέκικου, υπάρχει κι ο καρσιλαμάς, (Ελληνικός κινηματογράφος δεκαετία 60-70) συνήθως σε ομαδικές χορογραφίες στις οποίες οι ιδιομορφίες του ρυθμού λόγω της ταχύτητας δεν έπαιζαν μεγάλο ρόλο.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια Θεομητορική εορτή των Χριστιανικών Εκκλησιών, η οποία εορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Κατά την παράδοση, όταν η Παναγία πληροφορήθηκε άνωθεν τον επικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, ετοιμάστηκε και ανέφερε το γεγονός στους Αποστόλους. Επειδή κατά την ημέρα της κοίμησης δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά από τρεις μέρες ο τάφος ήταν άδειος. Η Παναγία μετατέθη τους ουρανούς.
Στην Ελλάδα, η Κοίμηση της Θεοτόκου εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ονομάζεται δε και «Πάσχα του Καλοκαιριού». Σε πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια, σε εκκλησίες αφιερωμένες στην Κοίμηση της Θεοτόκου διοργανώνονται παραδοσιακά πανηγύρια, που καταλήγουν σε γενικευμένο γλέντι.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός για τον λαό, επειδή η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν». Εξάλλου, τον Δεκαπενταύγουστο γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία και η Δέσποινα. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, η οποία καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα.
Ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός και αν η εορτή πέσει σε Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι. Τις ημέρες της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται τις απογευματινές ώρες στις εκκλησίες (εκτός Κυριακής), εναλλάξ, ο «Μικρός και ο Μέγας Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», οι λεγόμενες «Παρακλήσεις».
Παναγία Γκαρικά, ένα ξεχωριστό ξωκλήσι στην Κερατέα
Βρίσκεται σε μια ωραιότατη τοποθεσία προς τα ανατολικά της κωμόπολης, μέσα σε πεύκα, ελιές, αμπέλια και περιβόλια . Η εκκλησία κτισμένη σε λόφο, έχει ευρύτερο περίβολο, όπου ανεβαίνει κάποιος με σκάλες.
Ανήκει στον συνηθισμένο πλέον για την περιοχή ρυθμό της μονόχωρης βασιλικής με αμφικλινή κεραμωτή στέγη, με μέγιστες διαστάσεις 12,40 x 7,95 μ περίπου. Όπως μας πληροφορεί σύγχρονη επιγραφή στην πρόσοψη, κατά την πρόσφατη ανακαίνιση του 2002 προστέθηκε το κωδωνοστάσιο του ναού.
Παρά τις μετασκευές και τις διορθώσεις μπορούμε να διακρίνουμε πολλά στοιχεία από την αρχιτεκτονική ιστορία του ναού. Έτσι, λοιπόν και αυτός ο ναός της Παναγίας, που πανηγυρίζει τον Δεκαπενταύγουστο, στην Κοίμηση της Θεοτόκου, φαίνεται να είναι κτισμένος με αργολιθοδομή ενώ εμφανείς είναι και οι προσθέσεις παλαιοχριστιανικών μελών. Το κτίριο είναι πλούσιο σε ανοίγματα, αφού διαθέτει εκτός από την κύρια είσοδο στα δυτικά βοηθητική θύρα στο κέντρο της βόρειας πλευράς και πλήθος πλατιών μονόβολων παραθύρων , που επιτρέπουν τον άνετο φωτισμό στο εσωτερικό. Στην ανατολική πλευρά ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί η ύπαρξη πλευρικών τρίπλευρων κογχών εκατέρωθεν της κεντρικής αψίδας του ιερού Βήματος. Η στατικότητα της εκκλησίας υποστηρίζεται και με δύο ζευγάρια αντηρίδων στις μακριές πλευρές της.
Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν ήταν δυνατό από τους Κερατιώτες να μην περιβάλλουν με την αγάπη τους και αυτόν τον τόπο χριστιανικής λατρείας, τον χτισμένο σε τόσο γραφικό και δροσερό μέρος. Και ο χώρος αυτός είναι χώρος πανηγυριών και άλλων λαογραφικών εκδηλώσεων. Η γιορτή του ξωκλησιού συνοδεύεται με την διανομή φαγητού. Επίσης παρότι ο ναός δεν είναι δισυπόστατος, τιμάται και στο όνομα της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (Η εβδομάδα μετά το Αγιο Πάσχα). Και σε αυτήν την πανήγυρη μοιράζεται φαγητό και ακολουθεί γλέντι. Η εκδήλωση αυτή λέγεται «Κορμπάνι»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρίστου Γ. Ρώμα
“ Η ΚΕΡΑΤΕΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ”
Α έκδοση «ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ» 1987
Β έκδοση «ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ» και ΔΗΜΟΣ ΚΕΡΑΤΕΑΣ 2008
Τους καλοκαιρινούς μήνες κοντά στον 15Αύγουστο έχουν έχουν γίνει κατά καιρούς στον χώρο φεστιβάλ όπως οι μυσταγωγικές μουσικές βραδιές με τίτλο Μουσικές του κόσμου στον ελαιώνα Κερατέας. Αξέχαστη η βραδιά μου έχει μείνει με το κουαρτέτο σαξοφώνων ΑΚΡΟΑΜΑ όπου κάτω από την τεράστια ελιά ακούγονταν εξαίσιοι ήχοι, έργα των : P. Desmond, A. Piazzolla, N. Piovani, H. Mancini, Sc. Joplin, J.P. Sousa, Δ. Νικολάου, Μ. Χατζιδάκι κ.α.με λιγοστό φως και στα σκαλάκια μπαίνοντας τα ρεσώ.... Kαθώς και με το συγκρότημα JAZZ μουσικής Αντώνης Πρίφτης + φίλοι Αλλά και βραδιά επίσης με τον Ψαραντώνη και το Βαλκανικό Εξπρές (Ιδιόμελο – Georgi Petrov) και πολλοί άλλοι που δεν θυμάμαι στην παρούσα...
Απόσπασμα από την "Ιστορία της Κερατέας", τόμος Β΄ Τα Λαογραφικά. που κοινοποίησε ο Tsopanis Constantinos τις 17 Απριλίου 2015 όπως και την παρακάτω φωτογρ.
Η Εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, πέντε ημέρες μετά την Κυριακή της Αναστάσεως και στο τέλος της Εβδομάδος της Διακαινησίμου, ήταν πάντα φορτισμένη από το ελπιδοφόρο μήνυμα της Αναστάσεως. Οι πιστοί τελούσαν με λαμπρότητα αυτή τη γιορτή που φωτιζόταν από την αναστάσιμη χαρά. Κι όπως ήταν φυσικό από τη λαμπρότητα των εορτασμών αυτών δεν θα μπορούσε να λείψει το πανάρχαιο έθιμο της ζωοθυσίας ή άλλως καλούμενον κουρμπάνι. Έχοντας τις ρίζες του πολύ βαθειά, στην αρχαία Ελλάδα των προκλασικών ακόμα χρόνων, η ζωοθυσία κατάφερε να περάσει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μεταμφιεζόμενη, ως συνήθως, με χριστιανικό μανδύα. Εξάλλου οι πατριάρχες και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης θυσίαζαν ζώα ως προσφορά προς τον Θεό, ενώ ο ίδιος ο πατριάρχης Αβραάμ, ο γενάρχης του εβραϊκού λαού, δεν δίστασε να θυσιάσει τον ίδιο τον υιό του Ισαάκ, όταν άκουσε τη φωνή του Θεού να τον διατάζει. Βεβαίως η Βίβλος διηγείται πως τελικά εμφανίσθηκε ένα κριάρι στο θυσιαστήριο και ο Ισαάκ γλύτωσε τη ζωή του, περνώντας έτσι το μήνυμα ότι η ιουδαϊκή θρησκεία απεχθάνεται τις ανθρωποθυσίες. Στην αρχαία ελληνική παράδοση όμως, από την οποία προέρχεται κατά κύριο λόγο το μεσογείτικο κουρμπάνι, τη ζωοθυσία ακολουθούσε τελετουργική βρώση του θυσιαζομένου ζώου το οποίον δεν ήταν μια απλή προσφορά στους θεούς, αλλά συνήθως επείχε θέση του ίδιου του λατρευομένου θεού. Μια πιο εμβριθής ενασχόληση κάθε ενδιαφερομένου με την ορφικοδιονυσιακή λατρεία θα του δείξει πως ο θυσιαζόμενος ταύρος στις διονυσιακές τελετές της αρχαιότητος ήταν για τους πιστούς ο ίδιος ο θεός Διόνυσος Ζαγρεύς, ή Διόνυσος Ωμηστής. Όπως μάλιστα απέδειξαν στις κλασσικές μελέτες τους οι ανθρωπολόγοι Sir James George Frazer και η μαθήτρια του Jane Ellen Harrison, οι ορφικοδιονυσιακοί μύστες πίστευαν πως καταναλώνοντας το θυσιαζόμενο ζώο που ουσιαστικά ήταν ο ίδιος ο θεός τους, μετείχαν στην ουσία του Διονύσου και γίνονταν κοινωνοί της δυνάμεως του. Αυτή λοιπόν η παράδοση, τόσο ισχυρή που κατάφερε να εκτοπίσει ακόμα και τον ελληνικότατο Απόλλωνα – θεό του φωτός και της αρμονίας – από το ελληνικό πάνθεο για μισό χρόνο κατ’ έτος και να υποκαταστήσει τις απολλώνιες λατρευτικές τελετές με τις οργιαστικές ζωοθυσίες των Μαινάδων, πέρασε αυτούσια, με χριστιανικό επίχρισμα φυσικά και στη χριστιανική εποχή. Η Εκκλησία την αποδέχθηκε, την εξάγνισε – ο ιερέας ευλογούσε στα παλαιότερα χρόνια το θυσιαζόμενο ζώο που ήταν δεμένο και στολισμένο όπως και στην αρχαιότητα εμπρός στον ναό – αλλά την κράτησε έξω από τα επίσημα λατρευτικά τελετουργικά της και έξω από τον ναό. Μνήμη από την πανάρχαια αυτή ζωοθυσία είναι και το χριστιανικό κουρμπάνι που τελείτο στα Μεσόγεια μέχρι τις ημέρες μας επί τη ευκαιρία διαφόρων εορτών. Έχοντας προσλάβει το ισλαμικό όνομα «κουρμπάν», που στα αραβικά σημαίνει τελετουργική ζωοθυσία και κοινό γεύμα, τελείτο κάθε χρόνο στα Μεσόγεια. Οι Σπαταναίοι εόρταζαν το κουρμπάνι την ημέρα της εορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου κι αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κουρμπάνι των Μεσογείων. Είχε δε τόσο πολύ δεθεί με την πίστη των προγονών μας ώστε φημολογείται πως κάποτε, που λόγω ανέχειας οικονομικής, θέλησαν να το σταματήσουν και δεν πήγαν μοσχάρι προς θυσία στην εορτή των Αγίων Αποστόλων, φτάνοντας στον ναό βρήκαν το ζώο να τους περιμένει λυτό μπροστά στην πόρτα. Έτσι η ζωοθυσία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Η όλη τελετή της ζωοθυσίας είχε μέχρι και την προηγούμενη γενιά κάτι το μυστηριακό. Χαρακτηριστικά έλεγε ένας γέροντας συμπατριώτης μας που θυσίαζε τα ζώα στο κουρμπάνι: «Χέρëνë τσσë πιέκë κάνë μë φλιουτουρόν ζëμëρα, μë dούκεϊ ψε bëνιë νjë πούνë τë μάδε. Νούκου τρëμπεσιë μος σσπëτον εδέ μë bëν dόνιë τë λιγκ, πω ζëμëρα μë θόϊ ψε άτë τσσë bëνιë άτë χέρë ισσ πούνë ε μάδε.» (Τη στιγμή που έσφαζα το μοσχάρι η καρδιά μου φτερούγιζε, αισθανόμουν ότι έκανα κάτι πολύ σοβαρό. Δεν φοβόμουν, ούτε είχα την εντύπωση ότι έκανα κάτι κακό, αλλά η καρδιά μου μου έλεγε πως έκανα εκείνη τη στιγμή μια πολύ σπουδαία δουλειά). Με άλλα λόγια, μέσα από την απλή αυτή μαρτυρία γίνεται φανερό ότι διατηρείτο η αίσθηση της θυσίας, της τελετουργικής σφαγής του ζώου κι αυτό είναι κάτι που έρχεται από πολύ πίσω στον χρόνο. Ακριβώς από τις λατρευτικές ζωοθυσίες της αρχαίας Ελλάδος. Στον εορταστικό κύκλο των Μεσογείων ακολουθούσε το κουρμπάνι των Αγίων Ταξιαρχών στα Καλύβια. Το μεγαλύτερο όμως ήταν κινητής εορτής, της Ζωοδόχου Πηγής και λάμβανε χώρα ετησίως στη παλαιά εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Πανί. Δυο χωριά, ή καλύτερα τρία, αφού συμμετείχαν και Κουβαριώτες, συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο πάνω στο Πανί όπου και διανυκτέρευαν για να πανηγυρίσουν. Από νωρίς το απόγευμα της προηγουμένης ημέρας ο δρόμος από τη Μεγάλη Αυλή προς το Πανί γέμιζε με γαϊδουράκια, μουλάρια κι αλογάκια σαμαριάρικα που βάδιζαν αραβάν, καθώς και πεζούς που όδευαν προς τη βουνοκορφή, τη Λάκκα ε μάλιτ, όπου είναι χτισμένο το μικρό ναΰδριο. Μετά τον εσπερινό δειπνούσαν και κοιμούνταν στο ύπαιθρο, στο άνοιγμα των πεύκων γύρω από την εκκλησία. Προηγουμένως όμως είχαν σφάξει τα ζώα που είχαν προσφέρει οι πιστοί και τα οποία θα μαγειρεύονταν κι είχαν ετοιμάσει το κρέας για να το βράσουν, ενώ οι γυναίκες με μια ομαδική εργασία είχαν καθαρίσει τα ατελείωτα κιλά κρεμμύδια που θα ρίχνονταν στο στιφάδο. Τα δε καρβέλια με το ψωμί είχαν ζυμωθεί μια και δυο ημέρες πριν κι είχαν μεταφερθεί πάνω στην κορυφή του βουνού όπου θα τα ευλογούσε ο ιερέας. Το πρωί εκείνοι που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον του μάγειρα, ξυπνούσαν νωρίτερα κι άρχιζαν τη δουλειά τους, ώστε το φαγητό να είναι έτοιμο για τους πανηγυριώτες μετά το τέλος της θείας λειτουργίας. Το στιφάδο μοιραζόταν σε όλους τους συμμετέχοντες στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, αδιακρίτως κοινωνικής τάξεως, φύλου, ιδεολογίας και λοιπά. Έπρεπε όλοι να φάνε από το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων αφού θεωρείτο ότι είχε μια ιδιαίτερη «δύναμη» λόγω του ότι είχε ευλογηθεί. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν της επιβιώσεως ενός πανάρχαιου τελετουργικού. Ακολουθούσε γλέντι με πίπεζες και νταούλια με οργανοπαίχτες τόσο από τα Καλύβια όσο και από τον Κουβαρά. Αλλά και από την Κερατέα δεν έλειπαν οι παραδοσιακές ζυγιές με τον μπάρμπα Βαγγέλη τον Στουραϊτη (βιολί), τον Θανάση Κουλουριώτη Ανδριανό (Λαούτο), τον Τάκη τον Πούφη (Πρίφτη) στο τραγούδι και άλλους. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το απόγευμα και ήταν ευκαιρία να αναπτυχθούν κοινωνικές σχέσεις και να γίνουν προξενειά και γάμοι μεταξύ των κατοίκων της Κερατέας, των Καλυβίων και του Κουβαρά. Με άλλα λόγια, το κουρμπάνι στο Πανί λειτουργούσε και σαν ένας συνεκτικός δεσμός μεταξύ των Αρβανιτών που, στα πλαίσια του, ανανέωναν κάθε χρόνο τις κοινωνικές και συγγενικές τους σχέσεις. Αυτή η όμορφη παράδοση κοινής συμμετοχής σε μια λατρευτική εκδήλωση, δέχθηκε σοβαρό πλήγμα στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Την περίοδο που κάθε τι σχετιζόμενο με την παράδοση του τόπου μας απλώς πετιόταν στα σκουπίδια, τότε που το χρυσοΰφαντο και βαρύτιμο τζάκο της γρίζας φοριότανε στον τρύγο για να προστατεύει την πλάτη από τις κακώσεις που επέφερε η μεταφορά των κοφινιών με τα σταφύλια. Αυτή η γενιά λοιπόν που ελαφρά τη καρδία πέταξε τα άγια στα σκυλιά και τους μαργαρίτας είς τους χοίρους, απεφάσισε για καθαρά οικονομικούς λόγους να αποσπάσει τους Κερατιώτες από την παμπάλαια αυτή λατρευτική εκδήλωση του κουρμπανιού στο Πανί και να μεταφέρει το εορτασμό στην Παναγία του Καρικά, στο καθολικό της άλλοτε Μονής Καρίκη ή Καρικά, γυναικείας εξαρτηματικής μονής της Μονής Πετράκη, σύμφωνα με έγγραφα που σώζονται στα Μνημεία της Πόλεως των Αθηνών. Παλαιό γυναικείο μοναστήρι που είχε διαλυθεί επί αντιβασιλείας Αρμανσπεργκ, η Παναγία του Καρικά διατηρούσε μόνο το άλλοτε καθολικό ενώ τα κελλιά των μοναζουσών μαζί με τους βοηθητικούς χώρους τους, κτισμένα στα δυτικά και τα βορειοανατολικά του τοιχίου που περιέβαλλε τη Μονή, είχαν από χρόνια καταρρεύσει. Το δε καθολικό τιμάτο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου και όχι την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Όλα αυτά παραβλέφθηκαν και στον βωμό του κέρδους δόθηκε η χαριστική βολή στο παραδοσιακό κουρμπάνι στο Πανί, με τους εμποροεπαγγελματίες να πληρώνουν τα κρέατα για να γίνει ξεχωριστό «κερατιώτικο» κουρμπάνι στου Καρικά. Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως η τοπική οικονομία της Κερατέας πλήττετο αφού οι πανηγυριώτες πήγαιναν κι άφηναν τα χρήματα τους σε Καλυβιώτες εμπόρους που μετέφεραν την πραμάτεια τους στο Πανί. Άρα συνέφερε καλύτερα τον εμπορικό κόσμο της Κερατέας το κουρμπάνι να γίνεται «σε Κερατιώτικη εκκλησία». Σοφιστείες και ανακρίβειες αφού όπως εξελίχθηκε το συγκεκριμένο πανηγύρι είναι πολύ αμφίβολο αν κάποιοι εμποροεπαγγελματίες κέρδισαν χρήματα από αυτό. Η εκούσια προσφορά θυσιαζομένων ζώων, έθιμο πανάρχαιο που έφτασε ζωντανό έως εκείνη την εποχή, καταργήθηκε. Τα κρέατα του στιφάδου και τα κρασιά πληρώνονταν για δεκαετίες από τους ίδιους τους εμποροεπαγγελματίες που πρωτοστάτησαν στη μεταφορά του, ενώ από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα τα έξοδα του πανηγυριού τα ανέλαβε ο «μακαρία τη λήξει» Δήμος Κερατέας. Με την πάροδο του χρόνου το ενιαύσιο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, από μια αυθόρμητη λατρευτική εκδήλωση του τοπικού πληθυσμού που ακολουθούσε και τηρούσε με συνέπεια ένα πανάρχαιο τελετουργικό, εκφυλίστηκε σε μια «λάιτ» γιορτή όπου οι περισσότεροι συρρέουν για το προσφερόμενο κρασί και το στιφάδο. Ήταν φυσικό αφού ζούμε σε μια εποχή που ο Χριστός θυμιάζεται με πλαστικό λιβάνι από νάιλον σακουλάκια του σούπερ μάρκετ. Και μόνο όταν τύχει να ακουστεί στο κουρμπάνι του Καρικά κάποια γνήσια παραδοσιακή φωνή, σαν αυτή του Παναγιώτη Λάλεζα, ξυπνάει μέσα στους ντόπιους πανηγυριώτες μνήμες και συναισθήματα νοσταλγικά από μια άλλη εποχή, από τότε που αυτοί ή οι γονείς τους συμμετείχαν λατρευτικά στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής και που για να συμμετάσχουν δεν λογάριαζαν ότι έπρεπε να ανεβούν στην κορυφή του βουνού και να κοιμηθούν στην ύπαιθρο. Τους έφτανε ότι εκεί θα βίωναν την εορτή ως Εκκλησία, ως Σώμα του Ζώντος Χριστού, τους αρκούσε το βίωμα, κι ας μην μπορούσαν να το εκφράσουν. Τώρα πλέον, μόνον όποτε τύχει ένας παραδοσιακός βάρδος που με τη φωνή του να ξυπνάει θύμησες ενός άλλου κόσμου αθωότητος, μένουν κι αφουγκράζονται κι αναθυμούνται σαν άλλοι καβαφικοί Ποσειδωνιάται «ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό, μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους……»
Σε επόμενο άρθρο μου θα αναφερθώ για το κουρμπάνι στον Μαίστρο Αλεξανδρουπόλεως
Κουρμπάνι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στο Καλαμπάκι της Δράμας γιορτάζεται κάθε 18 Ιανουαρίου (του Αγίου Αθανασίου). Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Κρυόνερο) κατά τη μετανάστευσή τους τη δεκαετία του 1920. Ο θρύλος αναφέρει πως το έθιμο ξεκίνησε όταν τη περίοδο της σποράς, έκανε στο Κρυόνερο την εμφάνισή του ένα ελάφι, κάτι που θεωρούνταν θεϊκό σημάδι. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού άφηναν το ζώο να ξεκουραστεί, στη συνέχεια το έσφαζαν και το μαγείρευαν μαζί με ένα ζωμό από αλεσμένο σιτάρι, το πληγούρι, που τοποθετούσαν σε μεγάλα καζάνια. Στη συνέχεια, το κουρμπάνι διανέμονταν στους κατοίκους του χωριού δωρεάν και το όλο έθιμο συμπλήρωναν εορταστικές εκδηλώσεις. Μία χρονιά, οι κάτοικοι δεν άφησαν το ζώο να ξεκουραστεί και έκτοτε δεν κατέβηκε ξανά. Από τότε συνέχισαν την παράδοση σφάζοντας αγελάδες. Τα υλικά για το κουρμπάνι (κρέας, σιτάρι) μαζεύονται από τους κατοίκους του χωριού αφιλοκερδώς.
Στη σύγχρονη εποχή, το κουρμπάνι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης της περιοχής του Καλαμπακίου και εορτάζεται πλέον με διήμερες εκδηλώσεις που τραβούν το ενδιαφέρον του κόσμου από το νομό Δράμας και όχι μόνο.
...στη Γρίβα του Κιλκίς
Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στη Γρίβα, οι κάτοικοι την ημέρα της Αναλήψεως, γιορτάζουν το «κουρμπάνι». Το «κουρμπάνι» (1) , δηλαδή το συμποσιακό φαγητό κοινής εστιάσεως των χριστιανών (2) , είναι κληρονομικό έθιμο. Σύμφωνα με το έθιμο οι κάτοικοι του χωριού -μια φορά το χρόνο- με κοινή χρηματική συνεισφορά των ή από τάματα των πιστών , αποφάσιζαν όλοι μαζί να φτιάξουν φαγητό «περί υγείας» (3) αφιερωμένο στα παιδάκια του χωριού (4). Οι προσφορές είναι αρνάκια και όλες οι νοικοκυρές του χωριού μαγειρεύουν.
Χρονικό
Η ημέρα ξεκινά στις 08:30 με την Θεία Λειτουργία στο Ναό όπου ευλογείται ο άρτος του κουρμπανιού που προσφέρεται από τις γυναίκες (είτε αυτός αγοράστηκε είτε ζυμώθηκε παραδοσιακά). Έπειτα συγκεντρώνονται 21 ή 27 αρνάκια (…ή από προσφορές ή από συμπληρωματική δωρεά τις εκκλησίας ), το Λάδι, τα πράσινακρεμμύδια, το κόκκινο πιπέρι και ο δυόσμος. Αφού σφαχτούν τα αρνάκια, τα τεμαχίζουν και τα μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια. Στην συνέχεια προσθέτουν τα πράσινα κρεμμύδια, αλάτι, κόκκινο πιπέρι και δυόσμο, ετοιμάζοντας έτσι το «κουρμπάνι». Τα εντόσθια και οι συκωταριές τηγανίζονται χωριστά και στις 12:00 έρχονται τα παιδιά του χωριού να γευματίσουν με τον άρτο που τους μοιράζεται. Στους ήχους της καμπάνας, 3 το μεσημέρι, «ο Ιερέας ευλογεί το φαγητό» (5) δίνοντας έτσι την έναρξη της μοιρασιάς του φαγητού. Στην αρχή οι γυναίκες και τελευταίοι οι άντρες, οι οποίοι και προσφέρουν χρήματα στην εκκλησία εκφράζοντας έτσι και έμπρακτα τις ευχαριστίες τους. Όλοι υπομονετικά περιμένουν την σειρά τους. Η προσέλευση δε όλων των κατοίκων στον αυλόγυρο της εκκλησίας τους δένει και διατηρεί το έθιμο των πατεράδων και των παππούδων μας ζωντανό. Το έθιμο διατηρείται για αιώνες και έφτασε μέχρι την εποχή μας ως μέσον εξασφάλισης των αγαθών και της ίδιας της ζωής. Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλέπεται ο ψυχαγωγικός – συμποσιακός χαρακτήρας του κουρμπανιού σε μία εποχή λιτοδίαιτης φτώχιας και στέρησης παλαιοτέρων χρόνων.
(1) Κουρμπάνι – προέρχεται από την τουρκική λέξη kurban, που σημαίνει θύμα – λέγεται το ζώο που θυσιάζεται, καθώς και η θυσιαστική λειτουργία στο σύνολο της.
(2) Η διανομή του κρέατος, μαζί με άρτο, προσδίδει στο κουρμπάνι χαρακτήρα θρησκευτικού γεύματος, ανάλογου με τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
(3) Εικάζεται ότι επί τουρκοκρατίας κακό έπληξε το χωριό από μεγάλη αρρώστεια και μεταξύ άλλων τα παιδιά πέθαιναν και από ασιτία. Oι γονείς των παιδιών στράφηκαν στην εκκλησία και για να σταματήσει αυτό το κακό και έδωσαν ως τάμα αρνάκια για να φτιάξουν το κουρμπάνι.
(4) Παράλληλα βέβαια λειτουργεί στο όλο έθιμο και απόηχος αρχαϊκών αντιλήψεων και δοξασιών, που δίνουν στο κρέας εξαίρετες ιδιότητες δύναμης και υγεία.
(5) Το κουρμπάνι με μορφή κοινής εστιάσεως, έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό και από την Εκκλησία, η οποία και ευλογεί, όπως είδη σημειώθηκε, το κρέας με ειδική ευχή: «Επίσκεψαι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, τα εδέσματα των κρεών και αγιάσον αυτά…».
Ιστορική έρευνα
Το έθιμο εδραιώθηκε επί τουρκοκρατίας όταν οι Τούρκοι επέτρεψαν στους Έλληνες θρησκευτική εκδήλωση ανάλογη με τη δική τους, το " Μπαϊράμι". Οι Έλληνες μην έχοντας άλλη ευκαιρία για συγκέντρωση, δέχτηκαν ευχαρίστως το έθιμο στη γιορτή του Αγίου Αθανασίου, επεκτείνοντάς το μάλιστα και στη γιορτή της Αναλήψεως.
Επι Τουρκοκρατίας δόθηκε εντολή από τον Μπέη να σταματήσει το έθιμο με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να αρρωσταίνουν ξανά και να πεθαίνουν. Έτσι επετράπη πάλι η συνέχισή του.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαμπακίου - Το έθιμο του Κουρμπανιού Μορφές λαϊκού πολιτισμού στη Θράκη και στον Έβρο