«Του Νεκρού Αδελφού»
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
- Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
- Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
- Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
«Του Νεκρού Αδελφού» : Ανάλυση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παραλογή του νεκρού αδελφού ανήκει στις παραλογές που σχετίζονται με τις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Το τραγούδι αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα δημιουργήματα της ελληνικής δημοτικής ποίησης και το βρίσκουμε σε διάφορες παραλλαγές στον Ελληνικό χώρο. Είναι γραμμένο σε πυκνό και λιτό λόγο. Το μέτρο των στίχων είναι ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο κάθε στίχος χωρίζεται σε δύο ημιστίχια: ένα οκτασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο. Π.χ. στ.1: Μάνα με τους εννιά σου γιους / και με τη μια σου κόρη. Οι στίχοι του ποιήματος δε χαρακτηρίζονται από ομοιοκαταληξία.
ΓΛΩΣΣΙΚΑ – ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ
ήλιος δε σου την είδε = Με τη φράση αυτή δηλώνεται η φροντίδα της οικογένειας για την τιμή, ασφάλεια και ομορφιά της κόρης.
προξενητάδες = Ο θεσμός του προξενιού, δηλ. του συνοικεσίου ήταν καθιερωμένος στον Ελληνικό χώρο. Οι προξενητάδες ήταν τα πρόσωπα που μεσολαβούσαν για τη σύναψη ενός γάμου.
Βαβυλώνα = Πρωτεύουσα της Βαβυλωνίας. `Ηταν χτισμένη πάνω στην αριστερή όχθη του ποταμού Ευφράτη. Οι Βαβυλώνιοι στην αρχαιότητα είχαν αναπτύξει σπουδαίο πολιτισμό και είχαν αποκτήσει πολύ πλούτο. Γνωστοί είναι οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, που θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
Κριτής = εγγυητής
ανέσπα τα μαλλιά της = Τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες εκδήλωναν τον πόνο τους.
κατάρα = ευχή με αρνητικό περιεχόμενο. Η κατάρα εκτοξεύεται ενάντια σε κάποιον για να του συμβεί κάτι κακό.
ΔΟΜΗ
Το ποίημα χωρίζεται σε οκτώ ενότητες:
1η Ενότητα στ.1-5: Η οικογένεια και η ομορφιά της κόρης.
2η Ενότητα στ.6-17: Οι προξενητάδες, το οικογενειακό συμβούλιο, η διχογνωμία, ο όρκος του Κωνσταντίνου και η επικράτηση της γνώμης του να παντρευτεί η Αρετή στα ξένα.
3η Ενότητα στ.18-28: Το θανατικό, ο θρήνος της μάνας, οι κατάρες της μάνας προς τον Κωνσταντίνο που δεν κράτησε τον όρκο του.
4η Ενότητα στ.29-32: Η νεκρανάσταση του Κωνσταντίνου και η εκπλήρωση του όρκου.
5η Ενότητα στ.33-41: Η άφιξη του Κωνσταντίνου στη Βαβυλώνα, η συνάντηση με την Αρετή.
6η Ενότητα στ.42-65: Διάλογος ανάμεσα στα πουλιά, την Αρετή και τον Κωνσταντίνο.
7η Ενότητα στ.66-8: Η άφιξη στο χωριό τους, η εξαφάνιση του Κωνσταντίνου, η αναγνώριση μάνας και κόρης.
8η Ενότητα στ.8: Η υπέρτατη χαρά των δυο γυναικών σφραγίζεται με το θάνατο.
ΑΝΑΛΥΣΗ – ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Τα βασικά θέματα της παραλογής αυτής είναι οι δεσμοί της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου, η μοίρα, ο ξενιτεμός, η δύναμη της κατάρας, ο θάνατος και η μεταβολή της τύχης.
Το ποίημα αρχίζει με την εικόνα της ευτυχισμένης οικογένειας. Τα μέλη που αποτελούν την οικογένεια αυτή είναι έντεκα: η μάνα, οι εννέα γιοι και η μονάκριβη κόρη. Δεν γίνεται καθόλου αναφορά στον πατέρα. Προφανώς να έχει πεθάνει. Το ενδιαφέρον των πρώτων στίχων εστιάζεται στην εξαιρετική ομορφιά της κόρης, η οποία προς το παρόν μένει ανώνυμη. Η ομορφιά της κόρης είναι η αιτία για την οποία καταφθάνουν προξενητάδες από τη Βαβυλώνα για να την πάρουν στα ξένα. Τώρα η κόρη αποχτά το όνομα της: Αρετή, διότι θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη του ποιήματος.
Εισάγεται λοιπόν και το στοιχείο του γάμου, το οποίο συνδέεται στενά με τον ξενιτεμό της κόρης. Η ευτυχία της οικογένειας αναταράζεται. Το οικογενειακό συμβούλιο συσκέπτεται. `Αλλοι αποφασίζουν για τη μοίρα της κόρης, η ίδια δεν έχει γνώμη. Οι γνώμες διχάζονται. Οι οχτώ γιοι και η μάνα δε θέλουν να δώσουν την κόρη σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο, ο οποίος θέλει να τη δώσει. Ο διάλογος Κωνσταντίνου και μάνας κάνει τη σκηνή πολύ παραστατική. Δίνονται άμεσα τα επιχειρήματα του γιου και οι δισταγμοί της μάνας. Ο καθένας σκέφτεται το δικό του συμφέρον. Ο Κωνσταντίνος, ο οποίος είναι ταξιδευτής, θέλει να έχει κάποιον δικό του στα ξένα. Η μάνα από την άλλη, στηρίζεται πάνω στην κόρη για τις δύσκολες ώρες. Τελικά θα επικρατήσει η γνώμη του Κωνσταντίνου, ο οποίος είναι πιθανότατα ή ο μικρότερος γιος και ο αγαπημένος της μάνας ή ο μεγαλύτερος που έχει πάρει τη θέση του πατέρα.
Ο Κωνσταντίνος ορκίζεται στον ουρανό και στους αγίους ότι αν έρθει μια δύσκολη στιγμή, όπως αποφαίνεται η μάνα, αυτός θα πάει και θα φέρει την Αρετή κοντά στη μητέρα της. Ο όρκος αυτός είναι ιερός και δένει τον Κωνσταντίνο με την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η δύναμη του όρκου είναι πολύ μεγάλη. Εάν ο όρκος δεν εκπληρωθεί τότε κλονίζονται οι αξίες που μπήκαν εγγυητές για την τήρηση του.
Αφού πέρασε αρκετός καιρός, έπεσε στην οικογένεια θανατικό και τα εννέα αδέρφια πέθαναν. Τότε η μάνα απόμεινε μοναχή, αφού η μοναχοκόρη της η Αρετή ήταν παντρεμένη στα ξένα. Η μάνα κλαίει και θρηνεί σ’ όλα τα μνήματα. Στο μνήμα όμως του Κωνσταντίνου τον οποίο θεωρεί υπεύθυνο για την ερημιά και την κατάντια της, οδύρεται, μαλλιοτραβιέται και τον αναθεματίζει. Ο μονόλογος της μάνας πάνω στο μνήμα, σε χρόνο παρατατικό είναι ένα ανακάλεσμα του νεκρού. Τον καλεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
Τότε ο Κωνσταντίνος ανασταίνεται για να εκτελέσει την υπόσχεση του. Η νεκρανάσταση του Κωνσταντίνου παρόλο που εντάσσεται σ’ ένα χώρο υπερφυσικό γίνεται με τρόπο εντελώς φυσικό. Ο Κωνσταντίνος βγαίνει από τον τάφο, καβαλικεύει το άλογο του και ξεκινά για τη Βαβυλώνα, για να φέρει πίσω την κόρη. Η ιδέα της ανάστασης των νεκρών συνδέεται συνήθως με κάτι κακό. Ο νεκρός βγαίνει από το μνήμα για να πάρει εκδίκηση. Ο Κωνσταντίνος όμως, στην παραλογή ανασταίνεται για να εκτελέσει ένα καλό σκοπό, μια υπόσχεση που είχε δώσει παλιά.
Ο Κωνσταντίνος φθάνει στην Αρετή. Τώρα η αφήγηση μπαίνει σε χρόνο ενεστώτα, για να ζωντανέψει τη σκηνή. `Ενας διάλογος αναπτύσσεται ανάμεσα στα δυο αδέλφια. `Ενας διάλογος περιττός γιατί τα άστοχα ερωτήματα της Αρετής παραμένουν αναπάντητα. Σκοπός του διαλόγου είναι η επιβράδυνση της υπόθεσης και η αύξηση της αγωνίας.
Την ανεβάζει λοιπόν στο άλογο του και ξεκινούν. Στο δρόμο τα πουλιά βλέπουν το παράξενο ζευγάρι με έκπληξη, θαυμασμό και απορία. Παίρνουν ανθρώπινη μιλιά και εκφράζουν την απορία τους. Τα λόγια των πουλιών επαναλαμβάνονται σαν ερωτήματα από την Αρετή προς τον αδελφό της. `Ομως ο Κωνσταντίνος δεν της αποκαλύπτει την αλήθεια, αλλά βρίσκει διάφορες παραπλανητικές απαντήσεις. Η Αρετή, όμως, υποψιάζεται την αλήθεια. Και ο διάλογος αυτός επιβραδύνει την υπόθεση.
Η αφήγηση συνεχίζεται σε χρόνο ενεστώτα. Τα δύο αδέλφια φθάνουν μπροστά από την εκκλησία. Ο νεκρός Κωνσταντίνος εξαφανίζεται. Μπορούμε να δώσουμε δύο ερμηνείες: είτε γιατί οι «δαίμονες» εξαφανίζονται μπροστά στα σύμβολα της θρησκείας, είτε γιατί έχει εκτελέσει πια την υπόσχεση του. Η Αρετή τώρα καταλαβαίνει. Βλέπει το ερημωμένο σπίτι. Χτυπάει την πόρτα και ακούει την απελπισμένη φωνή της μητέρας της. Η Αρετή της αναγγέλλει την άφιξη της και γίνεται η αναγνώριση. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζονται γεμάτες χαρά και συγκίνηση. Η χαρά όμως αυτή δεν κρατάει για πολύ. Ο θάνατος θα έρθει να πάρει τη θέση της.
Το θέμα του θανάτου κυριαρχεί σε όλο το τραγούδι. Καθορίζει την εξέλιξη της υπόθεσης. Από την αρχή κιόλας θα έρθει να αναστατώσει και να καταστρέψει την ευτυχία της οικογένειας. Στο τέλος του ποιήματος δεν απομένει απολύτως τίποτε από την οικογένεια αυτή.
ΙΔΕΕΣ
Οι ισχυροί δεσμοί της οικογένειας φέρνουν την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή μπορεί να καταστραφεί μόνο με το θάνατο.
Η μοίρα της κόρης καθορίζεται από τα μέλη της οικογένειας της.
Ο ξενιτεμός πρέπει να αποφεύγεται, διότι τις περισσότερες φορές προκαλεί δυστυχία.
Ο όρκος έχει μεγάλη δύναμη.
Ο θάνατος μπορεί να μεταβάλει τα πάντα.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
(Από «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Β΄ Λυκείου, σελ. 27)
1. Ποιες σκέψεις και διαθέσεις σας υποβάλλουν οι επτά πρώτοι στίχοι;
Μέσα από τους επτά πρώτους στίχους μπορούμε να συμπεράνουμε πως λειτουργούσε ο θεσμός της οικογένειας. Είναι εμφανές ότι μόνο τα αρσενικά παιδιά έχουν τη δυνατότητα να φέρουν γνώμη. Στην προκειμένη περίπτωση καταφθάνουν προξενητάδες από τη Βαβυλώνα για να ζητήσουν την κόρη σε γάμο. `Αλλοι είναι, όμως, αυτοί που θα αποφασίσουν για τη μοίρα της κοπέλας, της ίδιας δεν της πέφτει λόγος. Είναι χαρακτηριστικό του λαού η οικογένεια να αποτελείται από πολλά μέλη και οι άντρες να θεωρούνται οι στύλοι του σπιτιού. Τις γυναίκες τις φρόντιζαν έτσι ώστε να διατηρούν την τιμή τους και το καλό τους όνομα. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι, αλλά ασχολούνταν με δουλειές του σπιτιού. Είναι ολοφάνερη η υποτίμηση της κοινωνίας προς τις γυναίκες. Παρόλα αυτά μας δίνεται η εικόνα μιας ευτυχισμένης οικογένειας, η οποία κερδίζει από την πρώτη στιγμή τη συμπάθεια μας.
2. Τι φανερώνει η συζήτηση στο οικογενειακό συμβούλιο (α) για τον τύπο της οικογένειας και (β) για τις αντιλήψεις των μελών της οικογένειας;
(α) Η συζήτηση στο οικογενειακό συμβούλιο φανερώνει το δημοκρατικό χαρακτήρα της οικογένειας. `Εχουν όλοι-εκτός βέβαια από την ίδια την κόρη, της οποίας η γυναικεία φύση δεν της επιτρέπει να έχει λόγο-το δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη για το θέμα.
(β) Οι αντιλήψεις της οικογένειας για τη θέση της γυναίκας είναι φανερές, εφόσον δεν έχει το δικαίωμα να εκφέρει γνώμη για κάτι που αφορά την ίδια. Επίσης βλέπουμε ότι η μοίρα της κοπέλας καθορίζεται ανάλογα με τα συμφέροντα της οικογένειας. Ο Κωνσταντίνος που είναι ταξιδευτής θέλει να παντρέψει την αδελφή του στην ξενιτιά για να έχει ο ίδιος δικούς του ανθρώπους στα ξένα. Η μάνα, από την άλλη, σκέφτεται ότι αν φύγει η κόρη της μακριά δεν θα έχει κανένα κοντά της αν συμβεί κάτι κακό.
3. Ποιος ο ρόλος του όρκου μέσα στο τραγούδι;
Ο όρκος κατέχει κεντρική θέση μέσα στο ποίημα. Καθορίζει την εξέλιξη της υπόθεσης. Με τον όρκο του ο Κωνσταντίνος κατορθώνει να επικρατήσει στο οικογενειακό συμβούλιο η δική του άποψη και έτσι η Αρετή παντρεύεται στα ξένα. Ο όρκος επομένως καθορίζει τη μοίρα της κόρης. Στη συνέχεια, μετά το θανατικό που πέφτει στην οικογένεια, ο όρκος προκαλεί το ανακάλεσμα και την ανάσταση του Κωνσταντίνου ο οποίος έρχεται για να εκπληρώσει την υπόσχεση του.
4. Ποια σημάδια βοηθούν την Αρετή να συνειδητοποιήσει σταδιακά ότι ο αδελφός της είναι πεθαμένος;
Η Αρετή συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ότι ο αδελφός της είναι νεκρός. Τα σημάδια που τη βοηθούν είναι:
ο θαυμασμός, η απορία και τα λόγια των πουλιών.
η μυρωδιά από λιβάνι, που αναδύεται από το νεκρό.
το ότι ο αδελφός της έχει χάσει τα μαλλιά του, το μουστάκι του και γενικότερα την ομορφιά του.
η εξαφάνιση του νεκρού αδελφού της μπροστά στην εκκλησία του χωριού, το βρόντημα της πλάκας και το βουητό του χώματος.
5. Το τραγούδι κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους. τον κόσμο του πραγματικού και τον κόσμο του φανταστικού. Να βρείτε πώς συνυφαίνονται οι δυο αυτοί κόσμοι, αφού επισημάνετε τα σχετικά χωρία.
Το τραγούδι κινείται στον κόσμο του πραγματικού μέχρι και το στίχο 28. `Επειτα περνούμε στο χώρο του υπερφυσικού μ’ έναν τρόπο εντελώς φυσικό: «Από το μυριανάθεμα … να της τη φέρει». Ο Κωνσταντίνος ανασταίνεται από τις κατάρες της μάνας. Σηκώνεται από το μνήμα για να εκπληρώσει τον όρκο του. Το τραγούδι θα συνεχίσει να κινείται στο χώρο του φανταστικού μέχρι και το στίχο 68. Μέσα σ’ αυτούς του στίχους βλέπουμε με την ίδια φυσικότητα τα πουλιά να αποκτούν μιλιά και να απορούν με όσα βλέπουν: «ποιος είδε κόρην όμορφην να σέρνει ο πεθαμένος», «Δεν είναι κρίμα … τους αποθαμένους! «, «για ιδές … ο πεθαμένος!». Οι απαντήσεις όμως του Κωνσταντίνου επικαλούνται την πραγματικότητα: «Απρίλης … φωλεύουν», «εχτές βραδίς … λιβάνι», «`Εχω καιρό … τα μαλλιά μου». Από το στίχο 69 το τραγούδι κινείται και πάλι στο χώρο του πραγματικού.
6. Από τα στοιχεία του τραγουδιού να βρείτε μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των παραλόγων, ως προς το θέμα και τη μορφολογία.
`Οσον αφορά το θέμα είναι βασικό χαρακτηριστικό των παραλογών να έχουν δραματικό περιεχόμενο. Επίσης είναι χαρακτηριστικό να περιέχουν λαϊκές δοξασίες και μύθους που προέρχονται από τα πολύ παλιά χρόνια.
`Οσον αφορά τη μορφή είναι χαρακτηριστικό των παραλογών να μοιάζουν με παραμύθια και να έχουν πυκνή δράση. Επίσης σημαντική είναι η αφήγηση και η θεατρικότητα.
Πηγή :
http://www.odyssey.com.cy/main/default.aspx?tabID=145&itemID=1300&mid=1064
Τρεις παραλλαγές του “Νεκρού αδερφού”: Ελλάδα – Βουλγαρία – Σερβία
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ
Η πνευματική δημιουργία των βαλκανικών χωρών, επηρεασμένη από την κοινή ιστορία (εμπόριο, γλώσσα, κουλτούρα, κ.ά.), χαρακτηρίζεται συγχρόνως από τις ιδιομορφίες κάθε χώρας και περιοχής. Αξιοσημείωτα είναι τα κοινά παραμύθια και δημοτικά τραγούδια που υπάρχουν στην παράδοση όλων των χωρών. Ένα από αυτά είναι το τραγούδι που μιλά για τη γυναίκα ή την αγαπημένη του πρωτομάστορα, που θυσιάζεται και θάβεται στα θεμέλια μιας εκκλησίας ή ενός γεφυριού, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. Άλλο παράδειγμα είναι το τραγούδι που αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας με πολλούς γιους και μία κόρη. Όταν η μοναχοκόρη παντρεύεται σε ξένο τόπο, επιδημία θανατώνει όλους τους γιους, και τότε η μάνα παρακαλεί έναν από τους νεκρούς γιους της να φέρει πίσω την κόρη της. Ο γιος σηκώνεται από τον τάφο και ξαναφέρνει την αγαπημένη κόρη στη μάνα.
Από την ανθολογία βαλκανικής ποίησης Αίμος, Φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2006 (σελ. 35)
Του νεκρού αδερφού (Ελλάδα)
Μάνα με τους εννιά τους γιούς και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονών κι ο ήλιος δεν την είδε·
στα σκοτεινά την έλουζες, στ’ άφεγγα την επλέκας,
στ’ άστρα και στον αυγερινό έφκιανες τα σγουρά της.
Όπου σε φέραν προξενιά από τη Βαβυλώνα
να την παντρέψεις στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.
Οχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
-Δώσ’ τηνε μάνα, δώσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που παγαίνω,
να ‘χω κι εγώ παρηγοριά, να ‘χω κι εγώ κονάκι.
-Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσχημ’ απελογήθης·
κι αν μ’ έρθει, γιέ μου, θάνατος αν μ’ έρθει, γιέ μ’, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, ποιος θα με τηνε φέρει;
Τον Θεό της έβαλ’ εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάει να τη φέρει.
Και σαν την επάντρεψαν την Αρετή στα ξένα,
και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Παιδάκια κοιλοπόνεσε, παιδιά δεν έχ’ κοντά της·
χορτάριασε η πόρτα της, πρασίνισε κι η αυλή της.
Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μοιρολογάει,
στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.
-Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·
τον Θεό μου ‘βαλες εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πας να με τη φέρεις.
Ο Κωσταντής ταράχτηκε ‘πο μέσα το μνημόρι·
κάνει το σύννεφ’ άλογο και τ’ άστρο σαλιβάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάγει να τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του,
βρίσκει την και χτενίζονταν έξω στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από μακριά της λέγει:
-Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι η μάνα μας σε θέλει.
-Αλίμονο, αδελφάκι μου, και τί είν’ τούτ’ η ώρα;
Αν είναι ίσως για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,
κι αν είναι πίκρα, πες με το, να ‘ρθω καταπώς είμαι.
-Περπάτησ’, Αρετούλα μου, κι έλα καταπώς είσαι.
Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,
Ακούν πουλιά να κελαηδούν, ακούν πουλιά να λένε:
-Ποιος είδε κόρην όμορφη να σερν’ αποθαμένους;
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τα πουλάκια;
«Ποιος είδε κόρην όμορφη αν σερν’ αποθαμένους!»
-Λωλά πουλιά κι ας κελαηδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.
-Τί βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τί λένε τα τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Πουλάκια ειν’ κι ας κελαηδούν, πουλάκια ειν’ κι ας λένε.
-Φοβούμαι σε, αδελφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βράδυ επήγαμε πέρα στον Αι-Γιάννη,
και θύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παραμπρός που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
-Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρν’ αποθαμένους.
Τ’ άκουσε πάλ’ η λυγερή και ράγισ’ η καρδιά της.
-Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
Πες με πού’ν’τα μαλλάκια σου, του πηγουρό μουστάκι;
-Μεγάλ’ αρρώστια μ’ έβρηκε, μ’ έριξε του θανάτου,
με πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.
Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,
και τα σπιτοπαράθυρα πού ‘ταν αραχνιασμένα.
-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε και να την η Αρετή σου.
-Αν είσαι Χάρος διάβαινε κι άλλα παιδιά δεν έχω·
και μέν’ η Αρετούλα μου λείπ’ μακριά στα ξένα.
-Άνοιξε, μάνα μ’, άνοιξε κι εγώ είμ’ ο Κωσταντής σου·
εγγυτή σου ‘βαλα τον Θεό και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα για χαρά, να πάω να σε τη φέρω.
Ώσπου να βγει στην πόρτα της, εβγήκε η ψυχή της.
(σελ. 35-37)
Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)
Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Μήτ’ η Πετκάνα θενα ‘ρθεί
μήτε θα πάει κι η μάνα.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Κι η μάνα του τον άκουσε,
ταίριαξε την Πετκάνα.
Την Πέτκα νοικοκύρεψε
δέκα χωριά αλάργα.
Με γάμο και αν ήρθανε
να πάρουν την Πετκάνα,
κλαίγ’ η Πετκάνα, μύρεται,
δε στέργει να τη δώκουν
τι ‘ταν μακριά, πολύ μακριά,
δέκα χωριά αλάργα.
Σαν βγήκ’ η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωνε, τους σκότωνε
η μαύρη η πανούκλα,
τα σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα,
χύν’ το κρασί στα μνήματα
κι όλους τους μνημονεύει,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν:
-Να γκρεμιστείς, μπρε Λάζαρε,
η γης να μη σε στέργει
που την Πετκάνα μ’ έδωκες
και γνωριμιά δεν έχω,
μήτε να πάγω δύναμαι
μήτε κι η Πέτκα να ‘ρθε.
Κι ο Λάζαρ απ’ το μνήμα του
τον Θεό παρακαλούσε:
-Θέ μου, ακούς και βλέπεις πώς
η μάνα μ’ με γκρεμίζει;
Για δωσ’ μου, Θεέ μου, δώσε μου
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
κάμε το κίτριον φλασκί
να πάγω στην Πετκάνα.
Να πάγω, Θέ μου, να τη βρώ
στη μάνα να τη φέρω,
τι μένα η μανούλα μου
πολύ με καταριέται.
Και το παράπονο ο Θεός
περίσσα επόνεσέ το.
Το ‘καμ’ ο Κύριος, το ‘καμε:
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
το ‘καμε κίτρινο φλασκί
κι ο Λάζαρ σκώθη, πάει.
Τη θύρα όντος έκρουσε
σκώθη κι ανοίγ’ η Πέτκα
κι όντας η Πέτκα τον θωρεί
τον πιάνει απ’ το χέρι.
Το χέρι το ασπάζεται,
το χέρι του φιλάει.
Το χέρι μούχλα μύριζε
γη μαύρη, χωματίλα
κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Αδέλφι μ’, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Κι ο Λάζαρος με πονηριά
γελούσε την Πετκάνα:
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
απ’ την αυλή σαν βγήκες,
η μάνα μας ξεχώρισε
και χτίσαμε εννιά σπίτια.
Βαριά σανίδια σκώσαμε,
γι’ αυτό μυρίζει μούχλα.
Γι’ άιντε Πετκάνα, αδελφή μ’,
κι η μάνα είν’ στο στρώμα,
κάνε τηνε προφταίνουμε
καν’ όχι και πεθαίνει.
Κι η Πέτκα συγυρίστηκε
και πήρανε τη στράτα.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Μούχλα μυρίζεις, μαύρη γη,
κι είν’ το σαγιάκι σ’ σάπιο;
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
στη στράτα όπου μπήκα
δροσό του θέρου έπεσε,
μούσκεψε το σαγιάκι μ’,
το ρούχο δεν το στέγνωσα,
γι’ αυτό έχει σαπίσει.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
τι ν’τούτο, αδέλφι Λάζαρε,
που το πουλί λαλούσε:
Που το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι ο Λάζαρος της έλεγε:
-Περπάτα, αδελφούλα,
εδώ ειν’ δάσος πράσινο
πό’ ‘χει λογιών πουλάκια
π’ όλες τις γλώσσες τις μιλούν
και τις καταλαβαίνουν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
χωράφια θερισμένα,
μόν’ τα δικά τους κάθουνται.
Κι η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, αδέλφι μ’, τα σπαρτά
όλα τους θερισμένα
και τα δικά σας κάθουνται;
Κι ο Λάζαρος της απαντά:
-Περπάτα, αδελφούλα μου,
κι εχτίσαμ’ εννιά σπίτια,
βαθιά κατώγια σκάψαμε,
χωράφια δεν θερίσαμ’.
Κεί που θενά ‘μπουν στο χωριό
Στην Πέτκα λέει ο Λάζαρ:
-Παν’, αδελφούλα, σπίτι μας
και σα ρωτήσ’ η μάνα
κόρη μου ποιος σε έφερε,
ευθύς να απαντήσεις:
Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι αν δεις πως δε πιστεύει,
να, παρ’ την αρραβώνα μου,
το ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο
δώσ’ της το ασημένιο
που η μάνα μου τ’ αγόρασε
για τ’ αρραβώνιασμά μου.
Δώσ’ της το δαχτυλίδι μου
κι αυτή θα σε πιστέψει.
Εγώ θα πάω αδελφή μ’
ως τον ψηλό το λόφο,
σπαρτό μεγάλο που ‘χουμε
κι είν’ μισοθερισμένο.
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω, μάνα.
Κι η μάνα της εχούγιαξε
‘πό μέσ’ από το σπίτι:
- Πανουκλα, δεν σου έφτανε
μπρε συ μαύρη πανούκλα,
πανούκλα που μου ξέκαμες
εννιά τρίδυμα αδέλφια
κι εννιά νυφάδες όλες νιές,
μον’ έρχεσαι ακόμα,
μπρε συ πανούκλα έρχεσαι
για εννιά μικρά αγγόνια;
Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω μάνα,
δεν είμαι ‘γω, μανούλα μου,
η μαύρη η πανούκλα,
μον’ είμαι η θυγατέρα σου,
η κόρη σου η Πετκάνα.
Τότες η μάνα άνοιξε
Και στην Πετκάνα κρένει:
-Κόρη μου, ποιος να σ’ έφερε,
δεν σ’ είδαμ’ εννιά χρόνια.
-Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι η μάνα της τής λέγει:
-Ψέματα, θυγατέρα μου,
λέγε σ’ όποιονε θέλεις,
τη μάνα σ’ όμως δεν μπορείς
με ψέματα να παίζεις.
Ο Λάζαρ το αδέλφι σου
παν’ τώρα εννιά τα χρόνια,
Πετκάνα, που τον ξέκαμε
η μαύρη η πανούκλα.
Κι η Πέτκα λέει στη μάνα της:
-Σα δε πιστεύεις, μάνα,
να, παρ’ την αρραβώνα του,
τ’ ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο,
που του ‘χεις αγοράσει.
Και η γριά μανούλα της
βλέπει το δαχτυλίδι,
και τότε την επίστεψε
την κόρη της Πετκάνα.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.
Μετάφραση από τα βουλγαρικά Δημήτρης Άλλος
(σελ. 258-261)
Η κόρη και τ’ αδέλφια της (Σερβία)
Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.
Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,
κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες.
Ο Στρατηγός κι ο Δέσποτας , από τους ξένους τόπους,
κι ο τρίτος ο προξενητής, ένας συγχωριανός τους.
Η μάνα λέει να παντρευτεί δικό τους συντοπίτη,
κι οι εννιά αδελφοί προκρίνουνε να πάει μακριά στα ξένα.
Στη Γέλιτσα, γλυκόλογα, της ζαχαρομιλούνε:
«Τράβ’ αδελφούλα στ’ ανοιχτά, στου Δέσποτα τα ξένα,
κι εμείς κοντά σου θα ‘μαστε του χρόνου κάθε μήνα,
κάθε βδομάδα του μηνός θα ‘ρχόμαστε κοντά σου.»
Κι υπάκουσεν τ’ αδέλφια της, τ’ αγαπημένα αδέλφια,
και πήγε και παντρεύτηκε, μακριά, στους ξένους τόπους.
Και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
κι’ έμειν’ η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο,
για τρεις ολόκληρες χρονιές στηθοδερνόνταν μόνη.
Μακριά, στα ξένα, η Γέλιτσα έκλαιγε τον καημός της:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο;
Τί να ‘πραξα στ’ αδέλφια μου και πώς να τα ‘χω βλάψει,
που χρόνους τρεις στο σπίτι μου δεν ήρθαν να με δούνε;»
Κι οι συννυφάδες γύρα της πικρά της απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει τί τους έκανες, κακούργα συννυφάδα,
το φταίξιμό σου θα ‘ν’βαρύ, θα ‘ναι πολύ το κρίμα,
που πια μήτε στα μάτια τους δεν θένε να σε δούνε.»
Τ’ ακούει και σκουζ’ η Γέλιτσα, πλαντάζει από το κλάμα,
το δάκρυ ανάβει το πρωί και το κρατεί ως τη νύχτα.
Της κόρης το παράπονο, Θεός ψηλά τ’ ακούει
κι έστειλε δυο αγγέλους του να την παρηγορήσουν.
«Στη γης θα κατεβείτε ευθύς, κάτου στο κοιμητήρι,
στο μνήμα θα τραβήξετε, του Γιόβαν το κατάσπρο,
του πιο μικρού της αδελφού, του κανακάρη Γιόβαν.
Εκείθε θα φυσήξετε με την αγία πνοή σας,
κι άλογο ζωντανέψτε του τού τάφου τα λιθάρια,
γλυκές ζυμώσεις λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
δώρα καλά, δώρα λαμπρά κόψτε απ’ τα σάβανά του,
και φτιάξτε τον και σιάξτε τον να πάει στην αδελφή του.»
Φτάνουν ταχείς σαν αστραπή στο κοιμητήρι οι άγγελοι,
στον άσπρο τάφο τράβηξαν του κανακάρη Γιόβαν,
κι απ’ τα λιθάρια τ’ άτι του φκιάξαν να να καβαλήσει,
μ’ άγια πνοή που φύσηξαν τον Γιόβαν ζωντανέψαν,
γλυκές ζυμώσαν λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
και δώρα καλοταίριαξαν από το σάβανό του,
να πάει στη Γέλιτσα τρανός, να τον καλοδεχτούνε.
Στράτα τη στράτα διάβηκε γοργά ο ξεψυχισμένος,
κι έφτασε και τον είδανε στου παλατιού τ’ αγνάντι,
στη Γέλιτσα μηνύσανε κι έτρεξε να τον εύρει,
στον δρόμον εκατέβηκεν να τον προϋπαντήσει,
κι ως σμίγει η λύπη τη χαρά, τα μάτια της δακρύζουν.
Σφιχτογλυκαγκαλιάζονται, στο μάγουλο φιλιούνται,
και του ξομολογήθηκε την πίκρα, τον καημό της.
«Νυφούλα σαν με δώσατε πολύ μακριά στα ξένα,
δεν τάξατε, αδέλφια μου, που ήμουν μικρή και μόνη,
κάθε βδομάδα του μηνός πως θά ‘ρχεστε κοντά μου;
Σήμερα κλείνουν χρόνοι τρεις, δεν ήρθατε ποτέ σας.»
Κι άλλαξε λόγια και καημό, κι απόσωσεν μιλώντας:
«Φοβούμαι σε, αδελφούλη μου, πού ‘χεις πολύ μαυρίσει,
μου μοιάζει από του Χάροντα να ‘χεις σε μένα φτάσει.»
Παίρνει φωνή, λαλεί φωνή, μιλά ο ξεψυχισμένος:
«Σώπα, αδελφή, ξορκίζω σε, στων ουρανών τον Κύρη!»
Που νά ‘ξερες τα βάσανα που μού ‘στειλεν η μοίρα,
μέχρι τα οχτώ τ’ αδέλφια μας να τα καλοπαντρέψω,
και τις οχτώ νυφούλες μας, όλες να τις φροντίσω,
κι αφού τους καλοπάντρεψα, τίποτε μην τους λείψει,
έχτισα με τα χέρια μου εννιά λευκά σπιτάκια.
Τώρα, αδελφούλα μου, νογάς, πού ‘χω πολύ μαυρίει.»
Τρεις μέρες πέρασαν μαζί, μες στο λευκό τρεις μέρες,
κι η Γέλιτσα όλο βιαζόταν μαζί να ταξιδέψουν,
και δώρα ετοίμασε ακριβά, όλο αρχοντιά και χάρη,
μεταξωτά πουκάμισα των αδελφών διαλέχνει,
και για τις νύφες της, χρυσές βέρες και δαχτυλίδια.
Μα ως έλεε να κινήσουνε, τη σταματούσ’ ο Γιόβαν:
«Μη φύγουμε, αδελφούλα μου, στο σπίτι μας να πάμε
εδώ πριν έρθουν να σε δουν και τ’ άλλα μας τ’ αδέλφια.»
Μα η Γέλιτσα δεν θέλησε τα λόγια του ν’ ακούσει,
τ’ αρχοντικά τα δώρα της μαζώνει για να φύγουν.
Και θέλοντας μην θέλοντας, ξεψυχισμένε Γιόβαν,
ακολουθάς την αδελφή που πάει στο σπιτικό σας.
Στο σπίτι ως κοντοζύγωναν, στην εκκλησιάν απ’ όξω,
μαύρη φωνή, τρόμου φωνή σέρνει ο ξεψυχισμένος:
«Περίμενε, αδελφούλα μου, στην εκκλησιά για να ‘μπω
γιατί σαν τον παντρέψαμε τον μεσιανό αδελφό μας,
το δαχτυλίδι μού ‘πεσε κι η αρραβώνα εχάθη,
χρυσάφι ατόφιο, διαλεχτό και πάω για να το ψάξω.»
Και μες στο μνήμα μπαίνοντας ο Γιόβαν αφανίστη.
Κι η Γέλιτσα καρτέραγεν στην εκκλησιάν απ’ όξω
και πρόσμενε τον αδελφό, τον πεθαμένο Γιόβαν.
Ώρα πολλήν καρτέραγεν, μπήκε να τον γυρέψει.
Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους,
και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,
που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.
Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,
κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη,
κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε
Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε,
μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας.
Κλειστά παραθυρόφυλλα, μανταλωμένη η θύρα
και μ’ άσπρη μίλησε λαλιάν απ’ τ’ άσπρο της λαρύγγι:
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,
δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι,
κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους.»
Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει
και ξέσπασαν και δόθηκαν στο δάκρυ το μεγάλο,
κι αφού σφιχταγκαλιάστηκαν με τα λευκά τους χέρια,
κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.
Μετάφραση από τα σερβικά Ηλίας Λάγιος και Ισμήνη Ραντούλοβιτς
(σελ. 411-414)
http://www.apiliotis.gr/ArticlesList.aspx?C=368&A=423
«Του Νεκρού Αδελφού»: το Ποίημα και η Ανάλυση του
Προστέθηκε από 24grammata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου