Η ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΗ ΛΥΓΕΡΗ, Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗhttp://whttp://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/folk_songs/akritika.htmww.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_akritika_next.html
[Ο Αμιράς της Συρίας, επιδραμών εις την Τωμανίαν, ηχμαλώτισε την θυγατέρα του βασιλέως Ανδρόνικου Ειρήνην μετά των ακολούθων της, εξελθούσαν εις περίπατον ανά τα όρη. Μαθόντες δε τούτο ο Κωνσταντίνος και οι λοιποί τέσσαρες αδελφοί αυτής, έσπευσαν προς απελευθέρωσίν της, κατενίκησεν εν μονομαχία ο Κωνσταντίνος τον Αμιράν, ανεύρον ζώσαν την Ειρήνην, και έδωκαν αυτήν ως γυναίκα εις τον υπό σφοδρού προς αυτήν έρωτος καταληφθέντα Αμιράν, γενόμενον χριστιανόν. Καρπός του γάμου τούτου ήτο ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης. Ούτως αφηγείται τα κατά την γέννησιν του Διγενή το εθνικόν έπος. Αλλά κατά τα δημοτικά άσματα, η μήτηρ του Διγενή ήτο ανδρειωμένη κόρη, ήτις ανδρικήν φορούσα πανοπλίαν επολέμει τους Σαρακηνούς, μέχρις ου ποτέ εν τη σφοδρότητι του αγώνος απεκαλύφθη το γένος αυτής και διωκόμενη υπό Σαρακηνού κατέφυγεν εις εκκλησίαν του αγίου Γεωργίου. Εκεί δ' όμως ο άγιος παρέδωκεν αυτήν εις τον Σαρακηνόν διώκτην, υποσχεθέντα ότι θα βαπτισθή και αυτός και το παιδίον, το οποίον θα γεννηθή εκ του γάμου μετά της ανδρειωμένης. Κατ' άλλον δε τύπον του άσματος η ανδρειωμένη βασιλοπούλα, εγκεκλεισμένη εις κάστρον αμύνεται επιτυχώς επί μακρόν χρόνον κατά των πολιορκούντων Σαρακηνών ή Τούρκων, μέχρις ότου κυριεύεται το κάστρον δια δόλου Τούρκου, όστις λαμβάνει αυτήν ως έπαθλον καϊ γεννά εξ αυτής τρεις υιούς, τον Δούκαν, τον Κωσταντάν και τρίτον τον Γϊάννην (όπερ είναι το όνομα του Διγενή παρεφθαρμένον). Ο τύπος ούτος είναι ο του Κάστρου της Ωριάς.
Νεώτεραι παραλλαγαί του πρώτου τύπου παριστάνουν την ανδρειωμένην κόρην ως κλεφτοπούλαν, ήτις κλέφτικα ενδεδυμένη παραμένει αγνώριστος επί πολύν χρόνον μεταξύ των κλεφτών, μέχρις ότου εν αθλητικώ αγωνίσματι διακρίνει το φύλον αυτής εν κλεφτόπουλον, το όποιον την νυμφεύεται.]
Α'
(Η αντρειωμένη λυγερή και ο Σαρακηνός.)
Κάπου πόλεμος γίνεται 'ς Ανατολή και Δύση,
και τό μαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση.
Αντρίκια ντύθη κι' άλλαξε και πέρνει τάρματά της.
Φίδια στρώνει το φάρο της κι' όχιαίς τον καλλιγώνει,
και τους αστρίταις τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια,
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλια,
κι' άλλη ματαδευτέρωσε 'ς τον πόλεμον εμπήκε.
'Σ τά μπα της στράταις έκανε, 'ς τά βγα της μονοπάτια,
'ς τάλλο της στριφογύρισμα, έσπασε το λουρί της,
φανήκαν τα χρυσόμηλα, τα λινοσκεπασμένα.
Σαρακηνός την αγνατά ναπό ψηλή ραχούλα.
"Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε.
Γυναίκειος ειν' ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος!"
Κ' η λυγερή όντας τ' άκουσε 'ς τον Άη Γιώργη τρέχει.
"Αφέντη μου άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο,
να κάμω τά μπα σου χρυσά και τά βγα σου ασημένια,
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργατιτάρι."
Εσκίσανε τα μάρμαρα κ' εμπήκε η κόρη μέσα.
Σαρακηνός να κ' έφτασε κοντά 'ς τον άη Γιώργη.
"Άγιε μου Γιώργη χριστιανέ, φανέρωσε την κόρη,
να βαφτιστώ 'ς τη χάρη σου εγώ και το παιδί μου,
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη."
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ' έφάνηκεν η κόρη.
Β'
(Ή κλεφτοπούλα.)
Ποιος είδε ψάρι 'ς το βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε κόρη λυγερη 'ς τα κλέφτικα ντυμένη;
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματωλούς και κλέφταις,
κανείς και δεν τη γνώρισε ναπό τη συντροφιά της.
Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια πίσημον ημέρα
βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρήξουν το λιθάρι.
Εκόπη τασημόκουμπο κ' εφάνη το βυζί της.
Κανένας δεν τη λόγιασε από τα παλληκάρια,
μα να μικρό κλεφτόπουλο σκυφτό χαμογελά της.
"Τι έχεις, βρε βλάμη, και γελά, τι έχεις και χαμοβλέπεις;
-Είδα τον ήλιο πόλαμψε κ' έφεξε το φεγγάρι,
είδα και το βυζάκι σου που είν' άσπρο σαν το χιόνι.
-Σώπα, μωρέ κλεφτόπουλο, μιλιά μη μολογήσης,
και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω,
για να βαστάς το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι.
-Εγώ δε θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσης,
για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι,
μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρης άντρα.
-Που ειπή το "θέλω", εις εμέ πρέπει και νά ναι άξιος,
νά ναι πρωτοπαλλήκαρο και κλεφτοπολεμάρχος.
-Το ζήτημά σου είναι βαρύ, μα α θέλη ο θιός θα γίνη,
α θέλη ο θιός να μ' αγαπάς, ο πρώτος ούλων είμαι.
Δείξε μου πού ναι οι φωτιαίς, οι σπαθισμοί, τα βόλια,
κ' εγώ για την αγάπη σου θα πέσω πρώτος 'ς ούλα."
Δευτέρα 21 Απριλίου 2014
Η ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΗ ΛΥΓΕΡΗ, Η ΜΑΝΝΑ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου