Παναγία Γκαρικά στη θέση Λαχώρι Κερατέας Φωτογραφία της φίλης μου Γεωργίας Καλαθάκη |
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc |
Η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι μια Θεομητορική εορτή των Χριστιανικών Εκκλησιών, η οποία εορτάζεται στις 15 Αυγούστου. Κατά την παράδοση, όταν η Παναγία πληροφορήθηκε άνωθεν τον επικείμενο θάνατό της, προσευχήθηκε στο όρος των Ελαιών, ετοιμάστηκε και ανέφερε το γεγονός στους Αποστόλους. Επειδή κατά την ημέρα της κοίμησης δεν ήταν όλοι οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, μια νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε κοντά της. Την τοποθέτησαν στο μνήμα της Γεσθημανής. Μετά από τρεις μέρες ο τάφος ήταν άδειος. Η Παναγία μετατέθη τους ουρανούς.
Στην Ελλάδα, η Κοίμηση της Θεοτόκου εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ονομάζεται δε και «Πάσχα του Καλοκαιριού». Σε πόλεις και χωριά ανά την επικράτεια, σε εκκλησίες αφιερωμένες στην Κοίμηση της Θεοτόκου διοργανώνονται παραδοσιακά πανηγύρια, που καταλήγουν σε γενικευμένο γλέντι.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι ένα πένθιμο γεγονός για τον λαό, επειδή η Παναγία «μετέστη προς την ζωήν». Εξάλλου, τον Δεκαπενταύγουστο γιορτάζουν ο Παναγιώτης, η Μαρία και η Δέσποινα. Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προηγείται νηστεία, η οποία καθιερώθηκε τον 7ο αιώνα.
Ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καταλύονται τα πάντα, εκτός και αν η εορτή πέσει σε Τετάρτη ή Παρασκευή, οπότε καταλύεται μόνο το ψάρι. Τις ημέρες της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου ψάλλονται τις απογευματινές ώρες στις εκκλησίες (εκτός Κυριακής), εναλλάξ, ο «Μικρός και ο Μέγας Παρακλητικός Κανών εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον», οι λεγόμενες «Παρακλήσεις».
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc |
Παναγία Γκαρικά, ένα ξεχωριστό ξωκλήσι στην Κερατέα
Βρίσκεται σε μια ωραιότατη τοποθεσία προς τα ανατολικά της κωμόπολης, μέσα σε πεύκα, ελιές, αμπέλια και περιβόλια . Η εκκλησία κτισμένη σε λόφο, έχει ευρύτερο περίβολο, όπου ανεβαίνει κάποιος με σκάλες.
Ανήκει στον συνηθισμένο πλέον για την περιοχή ρυθμό της μονόχωρης βασιλικής με αμφικλινή κεραμωτή στέγη, με μέγιστες διαστάσεις 12,40 x 7,95 μ περίπου. Όπως μας πληροφορεί σύγχρονη επιγραφή στην πρόσοψη, κατά την πρόσφατη ανακαίνιση του 2002 προστέθηκε το κωδωνοστάσιο του ναού.
Παρά τις μετασκευές και τις διορθώσεις μπορούμε να διακρίνουμε πολλά στοιχεία από την αρχιτεκτονική ιστορία του ναού. Έτσι, λοιπόν και αυτός ο ναός της Παναγίας, που πανηγυρίζει τον Δεκαπενταύγουστο, στην Κοίμηση της Θεοτόκου, φαίνεται να είναι κτισμένος με αργολιθοδομή ενώ εμφανείς είναι και οι προσθέσεις παλαιοχριστιανικών μελών. Το κτίριο είναι πλούσιο σε ανοίγματα, αφού διαθέτει εκτός από την κύρια είσοδο στα δυτικά βοηθητική θύρα στο κέντρο της βόρειας πλευράς και πλήθος πλατιών μονόβολων παραθύρων , που επιτρέπουν τον άνετο φωτισμό στο εσωτερικό. Στην ανατολική πλευρά ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί η ύπαρξη πλευρικών τρίπλευρων κογχών εκατέρωθεν της κεντρικής αψίδας του ιερού Βήματος. Η στατικότητα της εκκλησίας υποστηρίζεται και με δύο ζευγάρια αντηρίδων στις μακριές πλευρές της.
Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν ήταν δυνατό από τους Κερατιώτες να μην περιβάλλουν με την αγάπη τους και αυτόν τον τόπο χριστιανικής λατρείας, τον χτισμένο σε τόσο γραφικό και δροσερό μέρος. Και ο χώρος αυτός είναι χώρος πανηγυριών και άλλων λαογραφικών εκδηλώσεων. Η γιορτή του ξωκλησιού συνοδεύεται με την διανομή φαγητού. Επίσης παρότι ο ναός δεν είναι δισυπόστατος, τιμάται και στο όνομα της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδας (Η εβδομάδα μετά το Αγιο Πάσχα). Και σε αυτήν την πανήγυρη μοιράζεται φαγητό και ακολουθεί γλέντι. Η εκδήλωση αυτή λέγεται «Κορμπάνι»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χρίστου Γ. Ρώμα
“ Η ΚΕΡΑΤΕΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ”
Α έκδοση «ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ» 1987
Β έκδοση «ΧΡΥΣΗ ΤΟΜΗ» και ΔΗΜΟΣ ΚΕΡΑΤΕΑΣ 2008
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc |
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc |
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc |
Τους καλοκαιρινούς μήνες κοντά στον 15Αύγουστο έχουν έχουν γίνει κατά καιρούς στον χώρο φεστιβάλ όπως οι μυσταγωγικές μουσικές βραδιές με τίτλο Μουσικές του κόσμου στον ελαιώνα Κερατέας. Αξέχαστη η βραδιά μου έχει μείνει με το κουαρτέτο σαξοφώνων ΑΚΡΟΑΜΑ όπου κάτω από την τεράστια ελιά ακούγονταν εξαίσιοι ήχοι, έργα των : P. Desmond, A. Piazzolla, N. Piovani, H. Mancini, Sc. Joplin, J.P. Sousa, Δ. Νικολάου, Μ. Χατζιδάκι κ.α.με λιγοστό φως και στα σκαλάκια μπαίνοντας τα ρεσώ.... Kαθώς και με το συγκρότημα JAZZ μουσικής Αντώνης Πρίφτης + φίλοι Αλλά και βραδιά επίσης με τον Ψαραντώνη και το Βαλκανικό Εξπρές (Ιδιόμελο – Georgi Petrov) και πολλοί άλλοι που δεν θυμάμαι στην παρούσα...
ΔΙΑΔΡΟΜΗ - ΧΑΡΤΗΣ
Προβολή Παναγία Γκαρικά σε χάρτη μεγαλύτερου μεγέθους
Aκολουθεί αναδημοσίευση από τη σελίδα στο facebook :
Απόσπασμα από την "Ιστορία της Κερατέας", τόμος Β΄ Τα Λαογραφικά.
που κοινοποίησε ο Tsopanis Constantinos τις 17 Απριλίου 2015 όπως και την παρακάτω φωτογρ.
που κοινοποίησε ο Tsopanis Constantinos τις 17 Απριλίου 2015 όπως και την παρακάτω φωτογρ.
προετοιμασία για το κουρμπάνι τη δεκαετία του 1970. (φωτογραφία από το αρχείο του Tsopanis Constantinos 17 Απριλίου 2015 ) · |
Το κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής.
Η Εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, πέντε ημέρες μετά την Κυριακή της Αναστάσεως και στο τέλος της Εβδομάδος της Διακαινησίμου, ήταν πάντα φορτισμένη από το ελπιδοφόρο μήνυμα της Αναστάσεως. Οι πιστοί τελούσαν με λαμπρότητα αυτή τη γιορτή που φωτιζόταν από την αναστάσιμη χαρά. Κι όπως ήταν φυσικό από τη λαμπρότητα των εορτασμών αυτών δεν θα μπορούσε να λείψει το πανάρχαιο έθιμο της ζωοθυσίας ή άλλως καλούμενον κουρμπάνι. Έχοντας τις ρίζες του πολύ βαθειά, στην αρχαία Ελλάδα των προκλασικών ακόμα χρόνων, η ζωοθυσία κατάφερε να περάσει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μεταμφιεζόμενη, ως συνήθως, με χριστιανικό μανδύα. Εξάλλου οι πατριάρχες και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης θυσίαζαν ζώα ως προσφορά προς τον Θεό, ενώ ο ίδιος ο πατριάρχης Αβραάμ, ο γενάρχης του εβραϊκού λαού, δεν δίστασε να θυσιάσει τον ίδιο τον υιό του Ισαάκ, όταν άκουσε τη φωνή του Θεού να τον διατάζει. Βεβαίως η Βίβλος διηγείται πως τελικά εμφανίσθηκε ένα κριάρι στο θυσιαστήριο και ο Ισαάκ γλύτωσε τη ζωή του, περνώντας έτσι το μήνυμα ότι η ιουδαϊκή θρησκεία απεχθάνεται τις ανθρωποθυσίες.
Στην αρχαία ελληνική παράδοση όμως, από την οποία προέρχεται κατά κύριο λόγο το μεσογείτικο κουρμπάνι, τη ζωοθυσία ακολουθούσε τελετουργική βρώση του θυσιαζομένου ζώου το οποίον δεν ήταν μια απλή προσφορά στους θεούς, αλλά συνήθως επείχε θέση του ίδιου του λατρευομένου θεού. Μια πιο εμβριθής ενασχόληση κάθε ενδιαφερομένου με την ορφικοδιονυσιακή λατρεία θα του δείξει πως ο θυσιαζόμενος ταύρος στις διονυσιακές τελετές της αρχαιότητος ήταν για τους πιστούς ο ίδιος ο θεός Διόνυσος Ζαγρεύς, ή Διόνυσος Ωμηστής. Όπως μάλιστα απέδειξαν στις κλασσικές μελέτες τους οι ανθρωπολόγοι Sir James George Frazer και η μαθήτρια του Jane Ellen Harrison, οι ορφικοδιονυσιακοί μύστες πίστευαν πως καταναλώνοντας το θυσιαζόμενο ζώο που ουσιαστικά ήταν ο ίδιος ο θεός τους, μετείχαν στην ουσία του Διονύσου και γίνονταν κοινωνοί της δυνάμεως του. Αυτή λοιπόν η παράδοση, τόσο ισχυρή που κατάφερε να εκτοπίσει ακόμα και τον ελληνικότατο Απόλλωνα – θεό του φωτός και της αρμονίας – από το ελληνικό πάνθεο για μισό χρόνο κατ’ έτος και να υποκαταστήσει τις απολλώνιες λατρευτικές τελετές με τις οργιαστικές ζωοθυσίες των Μαινάδων, πέρασε αυτούσια, με χριστιανικό επίχρισμα φυσικά και στη χριστιανική εποχή. Η Εκκλησία την αποδέχθηκε, την εξάγνισε – ο ιερέας ευλογούσε στα παλαιότερα χρόνια το θυσιαζόμενο ζώο που ήταν δεμένο και στολισμένο όπως και στην αρχαιότητα εμπρός στον ναό – αλλά την κράτησε έξω από τα επίσημα λατρευτικά τελετουργικά της και έξω από τον ναό.
Μνήμη από την πανάρχαια αυτή ζωοθυσία είναι και το χριστιανικό κουρμπάνι που τελείτο στα Μεσόγεια μέχρι τις ημέρες μας επί τη ευκαιρία διαφόρων εορτών. Έχοντας προσλάβει το ισλαμικό όνομα «κουρμπάν», που στα αραβικά σημαίνει τελετουργική ζωοθυσία και κοινό γεύμα, τελείτο κάθε χρόνο στα Μεσόγεια. Οι Σπαταναίοι εόρταζαν το κουρμπάνι την ημέρα της εορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου κι αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κουρμπάνι των Μεσογείων. Είχε δε τόσο πολύ δεθεί με την πίστη των προγονών μας ώστε φημολογείται πως κάποτε, που λόγω ανέχειας οικονομικής, θέλησαν να το σταματήσουν και δεν πήγαν μοσχάρι προς θυσία στην εορτή των Αγίων Αποστόλων, φτάνοντας στον ναό βρήκαν το ζώο να τους περιμένει λυτό μπροστά στην πόρτα. Έτσι η ζωοθυσία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Η όλη τελετή της ζωοθυσίας είχε μέχρι και την προηγούμενη γενιά κάτι το μυστηριακό. Χαρακτηριστικά έλεγε ένας γέροντας συμπατριώτης μας που θυσίαζε τα ζώα στο κουρμπάνι: «Χέρëνë τσσë πιέκë κάνë μë φλιουτουρόν ζëμëρα, μë dούκεϊ ψε bëνιë νjë πούνë τë μάδε. Νούκου τρëμπεσιë μος σσπëτον εδέ μë bëν dόνιë τë λιγκ, πω ζëμëρα μë θόϊ ψε άτë τσσë bëνιë άτë χέρë ισσ πούνë ε μάδε.» (Τη στιγμή που έσφαζα το μοσχάρι η καρδιά μου φτερούγιζε, αισθανόμουν ότι έκανα κάτι πολύ σοβαρό. Δεν φοβόμουν, ούτε είχα την εντύπωση ότι έκανα κάτι κακό, αλλά η καρδιά μου μου έλεγε πως έκανα εκείνη τη στιγμή μια πολύ σπουδαία δουλειά). Με άλλα λόγια, μέσα από την απλή αυτή μαρτυρία γίνεται φανερό ότι διατηρείτο η αίσθηση της θυσίας, της τελετουργικής σφαγής του ζώου κι αυτό είναι κάτι που έρχεται από πολύ πίσω στον χρόνο. Ακριβώς από τις λατρευτικές ζωοθυσίες της αρχαίας Ελλάδος.
Στον εορταστικό κύκλο των Μεσογείων ακολουθούσε το κουρμπάνι των Αγίων Ταξιαρχών στα Καλύβια. Το μεγαλύτερο όμως ήταν κινητής εορτής, της Ζωοδόχου Πηγής και λάμβανε χώρα ετησίως στη παλαιά εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Πανί. Δυο χωριά, ή καλύτερα τρία, αφού συμμετείχαν και Κουβαριώτες, συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο πάνω στο Πανί όπου και διανυκτέρευαν για να πανηγυρίσουν. Από νωρίς το απόγευμα της προηγουμένης ημέρας ο δρόμος από τη Μεγάλη Αυλή προς το Πανί γέμιζε με γαϊδουράκια, μουλάρια κι αλογάκια σαμαριάρικα που βάδιζαν αραβάν, καθώς και πεζούς που όδευαν προς τη βουνοκορφή, τη Λάκκα ε μάλιτ, όπου είναι χτισμένο το μικρό ναΰδριο. Μετά τον εσπερινό δειπνούσαν και κοιμούνταν στο ύπαιθρο, στο άνοιγμα των πεύκων γύρω από την εκκλησία. Προηγουμένως όμως είχαν σφάξει τα ζώα που είχαν προσφέρει οι πιστοί και τα οποία θα μαγειρεύονταν κι είχαν ετοιμάσει το κρέας για να το βράσουν, ενώ οι γυναίκες με μια ομαδική εργασία είχαν καθαρίσει τα ατελείωτα κιλά κρεμμύδια που θα ρίχνονταν στο στιφάδο. Τα δε καρβέλια με το ψωμί είχαν ζυμωθεί μια και δυο ημέρες πριν κι είχαν μεταφερθεί πάνω στην κορυφή του βουνού όπου θα τα ευλογούσε ο ιερέας. Το πρωί εκείνοι που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον του μάγειρα, ξυπνούσαν νωρίτερα κι άρχιζαν τη δουλειά τους, ώστε το φαγητό να είναι έτοιμο για τους πανηγυριώτες μετά το τέλος της θείας λειτουργίας.
Το στιφάδο μοιραζόταν σε όλους τους συμμετέχοντες στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, αδιακρίτως κοινωνικής τάξεως, φύλου, ιδεολογίας και λοιπά. Έπρεπε όλοι να φάνε από το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων αφού θεωρείτο ότι είχε μια ιδιαίτερη «δύναμη» λόγω του ότι είχε ευλογηθεί. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν της επιβιώσεως ενός πανάρχαιου τελετουργικού. Ακολουθούσε γλέντι με πίπεζες και νταούλια με οργανοπαίχτες τόσο από τα Καλύβια όσο και από τον Κουβαρά. Αλλά και από την Κερατέα δεν έλειπαν οι παραδοσιακές ζυγιές με τον μπάρμπα Βαγγέλη τον Στουραϊτη (βιολί), τον Θανάση Κουλουριώτη Ανδριανό (Λαούτο), τον Τάκη τον Πούφη (Πρίφτη) στο τραγούδι και άλλους. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το απόγευμα και ήταν ευκαιρία να αναπτυχθούν κοινωνικές σχέσεις και να γίνουν προξενειά και γάμοι μεταξύ των κατοίκων της Κερατέας, των Καλυβίων και του Κουβαρά. Με άλλα λόγια, το κουρμπάνι στο Πανί λειτουργούσε και σαν ένας συνεκτικός δεσμός μεταξύ των Αρβανιτών που, στα πλαίσια του, ανανέωναν κάθε χρόνο τις κοινωνικές και συγγενικές τους σχέσεις.
Αυτή η όμορφη παράδοση κοινής συμμετοχής σε μια λατρευτική εκδήλωση, δέχθηκε σοβαρό πλήγμα στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Την περίοδο που κάθε τι σχετιζόμενο με την παράδοση του τόπου μας απλώς πετιόταν στα σκουπίδια, τότε που το χρυσοΰφαντο και βαρύτιμο τζάκο της γρίζας φοριότανε στον τρύγο για να προστατεύει την πλάτη από τις κακώσεις που επέφερε η μεταφορά των κοφινιών με τα σταφύλια. Αυτή η γενιά λοιπόν που ελαφρά τη καρδία πέταξε τα άγια στα σκυλιά και τους μαργαρίτας είς τους χοίρους, απεφάσισε για καθαρά οικονομικούς λόγους να αποσπάσει τους Κερατιώτες από την παμπάλαια αυτή λατρευτική εκδήλωση του κουρμπανιού στο Πανί και να μεταφέρει το εορτασμό στην Παναγία του Καρικά, στο καθολικό της άλλοτε Μονής Καρίκη ή Καρικά, γυναικείας εξαρτηματικής μονής της Μονής Πετράκη, σύμφωνα με έγγραφα που σώζονται στα Μνημεία της Πόλεως των Αθηνών. Παλαιό γυναικείο μοναστήρι που είχε διαλυθεί επί αντιβασιλείας Αρμανσπεργκ, η Παναγία του Καρικά διατηρούσε μόνο το άλλοτε καθολικό ενώ τα κελλιά των μοναζουσών μαζί με τους βοηθητικούς χώρους τους, κτισμένα στα δυτικά και τα βορειοανατολικά του τοιχίου που περιέβαλλε τη Μονή, είχαν από χρόνια καταρρεύσει. Το δε καθολικό τιμάτο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου και όχι την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Όλα αυτά παραβλέφθηκαν και στον βωμό του κέρδους δόθηκε η χαριστική βολή στο παραδοσιακό κουρμπάνι στο Πανί, με τους εμποροεπαγγελματίες να πληρώνουν τα κρέατα για να γίνει ξεχωριστό «κερατιώτικο» κουρμπάνι στου Καρικά. Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως η τοπική οικονομία της Κερατέας πλήττετο αφού οι πανηγυριώτες πήγαιναν κι άφηναν τα χρήματα τους σε Καλυβιώτες εμπόρους που μετέφεραν την πραμάτεια τους στο Πανί. Άρα συνέφερε καλύτερα τον εμπορικό κόσμο της Κερατέας το κουρμπάνι να γίνεται «σε Κερατιώτικη εκκλησία». Σοφιστείες και ανακρίβειες αφού όπως εξελίχθηκε το συγκεκριμένο πανηγύρι είναι πολύ αμφίβολο αν κάποιοι εμποροεπαγγελματίες κέρδισαν χρήματα από αυτό. Η εκούσια προσφορά θυσιαζομένων ζώων, έθιμο πανάρχαιο που έφτασε ζωντανό έως εκείνη την εποχή, καταργήθηκε. Τα κρέατα του στιφάδου και τα κρασιά πληρώνονταν για δεκαετίες από τους ίδιους τους εμποροεπαγγελματίες που πρωτοστάτησαν στη μεταφορά του, ενώ από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα τα έξοδα του πανηγυριού τα ανέλαβε ο «μακαρία τη λήξει» Δήμος Κερατέας.
Με την πάροδο του χρόνου το ενιαύσιο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, από μια αυθόρμητη λατρευτική εκδήλωση του τοπικού πληθυσμού που ακολουθούσε και τηρούσε με συνέπεια ένα πανάρχαιο τελετουργικό, εκφυλίστηκε σε μια «λάιτ» γιορτή όπου οι περισσότεροι συρρέουν για το προσφερόμενο κρασί και το στιφάδο. Ήταν φυσικό αφού ζούμε σε μια εποχή που ο Χριστός θυμιάζεται με πλαστικό λιβάνι από νάιλον σακουλάκια του σούπερ μάρκετ. Και μόνο όταν τύχει να ακουστεί στο κουρμπάνι του Καρικά κάποια γνήσια παραδοσιακή φωνή, σαν αυτή του Παναγιώτη Λάλεζα, ξυπνάει μέσα στους ντόπιους πανηγυριώτες μνήμες και συναισθήματα νοσταλγικά από μια άλλη εποχή, από τότε που αυτοί ή οι γονείς τους συμμετείχαν λατρευτικά στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής και που για να συμμετάσχουν δεν λογάριαζαν ότι έπρεπε να ανεβούν στην κορυφή του βουνού και να κοιμηθούν στην ύπαιθρο. Τους έφτανε ότι εκεί θα βίωναν την εορτή ως Εκκλησία, ως Σώμα του Ζώντος Χριστού, τους αρκούσε το βίωμα, κι ας μην μπορούσαν να το εκφράσουν. Τώρα πλέον, μόνον όποτε τύχει ένας παραδοσιακός βάρδος που με τη φωνή του να ξυπνάει θύμησες ενός άλλου κόσμου αθωότητος, μένουν κι αφουγκράζονται κι αναθυμούνται σαν άλλοι καβαφικοί Ποσειδωνιάται «ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό, μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους……»
Σε επόμενο άρθρο μου θα αναφερθώ για το κουρμπάνι στον Μαίστρο Αλεξανδρουπόλεως
Κουρμπάνι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κουρμπάνι είναι ένα έθιμο της Ελλάδας.
...στο Καλαμπάκι της Δράμας
Στο Καλαμπάκι της Δράμας γιορτάζεται κάθε 18 Ιανουαρίου (του Αγίου Αθανασίου). Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Κρυόνερο) κατά τη μετανάστευσή τους τη δεκαετία του 1920. Ο θρύλος αναφέρει πως το έθιμο ξεκίνησε όταν τη περίοδο της σποράς, έκανε στο Κρυόνερο την εμφάνισή του ένα ελάφι, κάτι που θεωρούνταν θεϊκό σημάδι. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού άφηναν το ζώο να ξεκουραστεί, στη συνέχεια το έσφαζαν και το μαγείρευαν μαζί με ένα ζωμό από αλεσμένο σιτάρι, το πληγούρι, που τοποθετούσαν σε μεγάλα καζάνια. Στη συνέχεια, το κουρμπάνι διανέμονταν στους κατοίκους του χωριού δωρεάν και το όλο έθιμο συμπλήρωναν εορταστικές εκδηλώσεις. Μία χρονιά, οι κάτοικοι δεν άφησαν το ζώο να ξεκουραστεί και έκτοτε δεν κατέβηκε ξανά. Από τότε συνέχισαν την παράδοση σφάζοντας αγελάδες. Τα υλικά για το κουρμπάνι (κρέας, σιτάρι) μαζεύονται από τους κατοίκους του χωριού αφιλοκερδώς.
Στη σύγχρονη εποχή, το κουρμπάνι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης της περιοχής του Καλαμπακίου και εορτάζεται πλέον με διήμερες εκδηλώσεις που τραβούν το ενδιαφέρον του κόσμου από το νομό Δράμας και όχι μόνο.
...στη Γρίβα του Κιλκίς
Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στη Γρίβα, οι κάτοικοι την ημέρα της Αναλήψεως, γιορτάζουν το «κουρμπάνι». Το «κουρμπάνι» (1) , δηλαδή το συμποσιακό φαγητό κοινής εστιάσεως των χριστιανών (2) , είναι κληρονομικό έθιμο. Σύμφωνα με το έθιμο οι κάτοικοι του χωριού -μια φορά το χρόνο- με κοινή χρηματική συνεισφορά των ή από τάματα των πιστών , αποφάσιζαν όλοι μαζί να φτιάξουν φαγητό «περί υγείας» (3) αφιερωμένο στα παιδάκια του χωριού (4). Οι προσφορές είναι αρνάκια και όλες οι νοικοκυρές του χωριού μαγειρεύουν.
Χρονικό
Η ημέρα ξεκινά στις 08:30 με την Θεία Λειτουργία στο Ναό όπου ευλογείται ο άρτος του κουρμπανιού που προσφέρεται από τις γυναίκες (είτε αυτός αγοράστηκε είτε ζυμώθηκε παραδοσιακά). Έπειτα συγκεντρώνονται 21 ή 27 αρνάκια (…ή από προσφορές ή από συμπληρωματική δωρεά τις εκκλησίας ), το Λάδι, τα πράσινακρεμμύδια, το κόκκινο πιπέρι και ο δυόσμος. Αφού σφαχτούν τα αρνάκια, τα τεμαχίζουν και τα μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια. Στην συνέχεια προσθέτουν τα πράσινα κρεμμύδια, αλάτι, κόκκινο πιπέρι και δυόσμο, ετοιμάζοντας έτσι το «κουρμπάνι». Τα εντόσθια και οι συκωταριές τηγανίζονται χωριστά και στις 12:00 έρχονται τα παιδιά του χωριού να γευματίσουν με τον άρτο που τους μοιράζεται. Στους ήχους της καμπάνας, 3 το μεσημέρι, «ο Ιερέας ευλογεί το φαγητό» (5) δίνοντας έτσι την έναρξη της μοιρασιάς του φαγητού. Στην αρχή οι γυναίκες και τελευταίοι οι άντρες, οι οποίοι και προσφέρουν χρήματα στην εκκλησία εκφράζοντας έτσι και έμπρακτα τις ευχαριστίες τους. Όλοι υπομονετικά περιμένουν την σειρά τους. Η προσέλευση δε όλων των κατοίκων στον αυλόγυρο της εκκλησίας τους δένει και διατηρεί το έθιμο των πατεράδων και των παππούδων μας ζωντανό. Το έθιμο διατηρείται για αιώνες και έφτασε μέχρι την εποχή μας ως μέσον εξασφάλισης των αγαθών και της ίδιας της ζωής. Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλέπεται ο ψυχαγωγικός – συμποσιακός χαρακτήρας του κουρμπανιού σε μία εποχή λιτοδίαιτης φτώχιας και στέρησης παλαιοτέρων χρόνων.
(1) Κουρμπάνι – προέρχεται από την τουρκική λέξη kurban, που σημαίνει θύμα – λέγεται το ζώο που θυσιάζεται, καθώς και η θυσιαστική λειτουργία στο σύνολο της.
(2) Η διανομή του κρέατος, μαζί με άρτο, προσδίδει στο κουρμπάνι χαρακτήρα θρησκευτικού γεύματος, ανάλογου με τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
(3) Εικάζεται ότι επί τουρκοκρατίας κακό έπληξε το χωριό από μεγάλη αρρώστεια και μεταξύ άλλων τα παιδιά πέθαιναν και από ασιτία. Oι γονείς των παιδιών στράφηκαν στην εκκλησία και για να σταματήσει αυτό το κακό και έδωσαν ως τάμα αρνάκια για να φτιάξουν το κουρμπάνι.
(4) Παράλληλα βέβαια λειτουργεί στο όλο έθιμο και απόηχος αρχαϊκών αντιλήψεων και δοξασιών, που δίνουν στο κρέας εξαίρετες ιδιότητες δύναμης και υγεία.
(5) Το κουρμπάνι με μορφή κοινής εστιάσεως, έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό και από την Εκκλησία, η οποία και ευλογεί, όπως είδη σημειώθηκε, το κρέας με ειδική ευχή: «Επίσκεψαι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, τα εδέσματα των κρεών και αγιάσον αυτά…».
Ιστορική έρευνα
Το έθιμο εδραιώθηκε επί τουρκοκρατίας όταν οι Τούρκοι επέτρεψαν στους Έλληνες θρησκευτική εκδήλωση ανάλογη με τη δική τους, το " Μπαϊράμι". Οι Έλληνες μην έχοντας άλλη ευκαιρία για συγκέντρωση, δέχτηκαν ευχαρίστως το έθιμο στη γιορτή του Αγίου Αθανασίου, επεκτείνοντάς το μάλιστα και στη γιορτή της Αναλήψεως.
Επι Τουρκοκρατίας δόθηκε εντολή από τον Μπέη να σταματήσει το έθιμο με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να αρρωσταίνουν ξανά και να πεθαίνουν. Έτσι επετράπη πάλι η συνέχισή του.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαμπακίου - Το έθιμο του Κουρμπανιού
Μορφές λαϊκού πολιτισμού στη Θράκη και στον Έβρο
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc
Η Εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, πέντε ημέρες μετά την Κυριακή της Αναστάσεως και στο τέλος της Εβδομάδος της Διακαινησίμου, ήταν πάντα φορτισμένη από το ελπιδοφόρο μήνυμα της Αναστάσεως. Οι πιστοί τελούσαν με λαμπρότητα αυτή τη γιορτή που φωτιζόταν από την αναστάσιμη χαρά. Κι όπως ήταν φυσικό από τη λαμπρότητα των εορτασμών αυτών δεν θα μπορούσε να λείψει το πανάρχαιο έθιμο της ζωοθυσίας ή άλλως καλούμενον κουρμπάνι. Έχοντας τις ρίζες του πολύ βαθειά, στην αρχαία Ελλάδα των προκλασικών ακόμα χρόνων, η ζωοθυσία κατάφερε να περάσει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μεταμφιεζόμενη, ως συνήθως, με χριστιανικό μανδύα. Εξάλλου οι πατριάρχες και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης θυσίαζαν ζώα ως προσφορά προς τον Θεό, ενώ ο ίδιος ο πατριάρχης Αβραάμ, ο γενάρχης του εβραϊκού λαού, δεν δίστασε να θυσιάσει τον ίδιο τον υιό του Ισαάκ, όταν άκουσε τη φωνή του Θεού να τον διατάζει. Βεβαίως η Βίβλος διηγείται πως τελικά εμφανίσθηκε ένα κριάρι στο θυσιαστήριο και ο Ισαάκ γλύτωσε τη ζωή του, περνώντας έτσι το μήνυμα ότι η ιουδαϊκή θρησκεία απεχθάνεται τις ανθρωποθυσίες.
Στην αρχαία ελληνική παράδοση όμως, από την οποία προέρχεται κατά κύριο λόγο το μεσογείτικο κουρμπάνι, τη ζωοθυσία ακολουθούσε τελετουργική βρώση του θυσιαζομένου ζώου το οποίον δεν ήταν μια απλή προσφορά στους θεούς, αλλά συνήθως επείχε θέση του ίδιου του λατρευομένου θεού. Μια πιο εμβριθής ενασχόληση κάθε ενδιαφερομένου με την ορφικοδιονυσιακή λατρεία θα του δείξει πως ο θυσιαζόμενος ταύρος στις διονυσιακές τελετές της αρχαιότητος ήταν για τους πιστούς ο ίδιος ο θεός Διόνυσος Ζαγρεύς, ή Διόνυσος Ωμηστής. Όπως μάλιστα απέδειξαν στις κλασσικές μελέτες τους οι ανθρωπολόγοι Sir James George Frazer και η μαθήτρια του Jane Ellen Harrison, οι ορφικοδιονυσιακοί μύστες πίστευαν πως καταναλώνοντας το θυσιαζόμενο ζώο που ουσιαστικά ήταν ο ίδιος ο θεός τους, μετείχαν στην ουσία του Διονύσου και γίνονταν κοινωνοί της δυνάμεως του. Αυτή λοιπόν η παράδοση, τόσο ισχυρή που κατάφερε να εκτοπίσει ακόμα και τον ελληνικότατο Απόλλωνα – θεό του φωτός και της αρμονίας – από το ελληνικό πάνθεο για μισό χρόνο κατ’ έτος και να υποκαταστήσει τις απολλώνιες λατρευτικές τελετές με τις οργιαστικές ζωοθυσίες των Μαινάδων, πέρασε αυτούσια, με χριστιανικό επίχρισμα φυσικά και στη χριστιανική εποχή. Η Εκκλησία την αποδέχθηκε, την εξάγνισε – ο ιερέας ευλογούσε στα παλαιότερα χρόνια το θυσιαζόμενο ζώο που ήταν δεμένο και στολισμένο όπως και στην αρχαιότητα εμπρός στον ναό – αλλά την κράτησε έξω από τα επίσημα λατρευτικά τελετουργικά της και έξω από τον ναό.
Μνήμη από την πανάρχαια αυτή ζωοθυσία είναι και το χριστιανικό κουρμπάνι που τελείτο στα Μεσόγεια μέχρι τις ημέρες μας επί τη ευκαιρία διαφόρων εορτών. Έχοντας προσλάβει το ισλαμικό όνομα «κουρμπάν», που στα αραβικά σημαίνει τελετουργική ζωοθυσία και κοινό γεύμα, τελείτο κάθε χρόνο στα Μεσόγεια. Οι Σπαταναίοι εόρταζαν το κουρμπάνι την ημέρα της εορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου κι αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κουρμπάνι των Μεσογείων. Είχε δε τόσο πολύ δεθεί με την πίστη των προγονών μας ώστε φημολογείται πως κάποτε, που λόγω ανέχειας οικονομικής, θέλησαν να το σταματήσουν και δεν πήγαν μοσχάρι προς θυσία στην εορτή των Αγίων Αποστόλων, φτάνοντας στον ναό βρήκαν το ζώο να τους περιμένει λυτό μπροστά στην πόρτα. Έτσι η ζωοθυσία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Η όλη τελετή της ζωοθυσίας είχε μέχρι και την προηγούμενη γενιά κάτι το μυστηριακό. Χαρακτηριστικά έλεγε ένας γέροντας συμπατριώτης μας που θυσίαζε τα ζώα στο κουρμπάνι: «Χέρëνë τσσë πιέκë κάνë μë φλιουτουρόν ζëμëρα, μë dούκεϊ ψε bëνιë νjë πούνë τë μάδε. Νούκου τρëμπεσιë μος σσπëτον εδέ μë bëν dόνιë τë λιγκ, πω ζëμëρα μë θόϊ ψε άτë τσσë bëνιë άτë χέρë ισσ πούνë ε μάδε.» (Τη στιγμή που έσφαζα το μοσχάρι η καρδιά μου φτερούγιζε, αισθανόμουν ότι έκανα κάτι πολύ σοβαρό. Δεν φοβόμουν, ούτε είχα την εντύπωση ότι έκανα κάτι κακό, αλλά η καρδιά μου μου έλεγε πως έκανα εκείνη τη στιγμή μια πολύ σπουδαία δουλειά). Με άλλα λόγια, μέσα από την απλή αυτή μαρτυρία γίνεται φανερό ότι διατηρείτο η αίσθηση της θυσίας, της τελετουργικής σφαγής του ζώου κι αυτό είναι κάτι που έρχεται από πολύ πίσω στον χρόνο. Ακριβώς από τις λατρευτικές ζωοθυσίες της αρχαίας Ελλάδος.
Στον εορταστικό κύκλο των Μεσογείων ακολουθούσε το κουρμπάνι των Αγίων Ταξιαρχών στα Καλύβια. Το μεγαλύτερο όμως ήταν κινητής εορτής, της Ζωοδόχου Πηγής και λάμβανε χώρα ετησίως στη παλαιά εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Πανί. Δυο χωριά, ή καλύτερα τρία, αφού συμμετείχαν και Κουβαριώτες, συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο πάνω στο Πανί όπου και διανυκτέρευαν για να πανηγυρίσουν. Από νωρίς το απόγευμα της προηγουμένης ημέρας ο δρόμος από τη Μεγάλη Αυλή προς το Πανί γέμιζε με γαϊδουράκια, μουλάρια κι αλογάκια σαμαριάρικα που βάδιζαν αραβάν, καθώς και πεζούς που όδευαν προς τη βουνοκορφή, τη Λάκκα ε μάλιτ, όπου είναι χτισμένο το μικρό ναΰδριο. Μετά τον εσπερινό δειπνούσαν και κοιμούνταν στο ύπαιθρο, στο άνοιγμα των πεύκων γύρω από την εκκλησία. Προηγουμένως όμως είχαν σφάξει τα ζώα που είχαν προσφέρει οι πιστοί και τα οποία θα μαγειρεύονταν κι είχαν ετοιμάσει το κρέας για να το βράσουν, ενώ οι γυναίκες με μια ομαδική εργασία είχαν καθαρίσει τα ατελείωτα κιλά κρεμμύδια που θα ρίχνονταν στο στιφάδο. Τα δε καρβέλια με το ψωμί είχαν ζυμωθεί μια και δυο ημέρες πριν κι είχαν μεταφερθεί πάνω στην κορυφή του βουνού όπου θα τα ευλογούσε ο ιερέας. Το πρωί εκείνοι που είχαν επιφορτιστεί με το καθήκον του μάγειρα, ξυπνούσαν νωρίτερα κι άρχιζαν τη δουλειά τους, ώστε το φαγητό να είναι έτοιμο για τους πανηγυριώτες μετά το τέλος της θείας λειτουργίας.
Το στιφάδο μοιραζόταν σε όλους τους συμμετέχοντες στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, αδιακρίτως κοινωνικής τάξεως, φύλου, ιδεολογίας και λοιπά. Έπρεπε όλοι να φάνε από το κρέας των θυσιαζόμενων ζώων αφού θεωρείτο ότι είχε μια ιδιαίτερη «δύναμη» λόγω του ότι είχε ευλογηθεί. Άλλη μια απόδειξη λοιπόν της επιβιώσεως ενός πανάρχαιου τελετουργικού. Ακολουθούσε γλέντι με πίπεζες και νταούλια με οργανοπαίχτες τόσο από τα Καλύβια όσο και από τον Κουβαρά. Αλλά και από την Κερατέα δεν έλειπαν οι παραδοσιακές ζυγιές με τον μπάρμπα Βαγγέλη τον Στουραϊτη (βιολί), τον Θανάση Κουλουριώτη Ανδριανό (Λαούτο), τον Τάκη τον Πούφη (Πρίφτη) στο τραγούδι και άλλους. Το γλέντι κρατούσε μέχρι το απόγευμα και ήταν ευκαιρία να αναπτυχθούν κοινωνικές σχέσεις και να γίνουν προξενειά και γάμοι μεταξύ των κατοίκων της Κερατέας, των Καλυβίων και του Κουβαρά. Με άλλα λόγια, το κουρμπάνι στο Πανί λειτουργούσε και σαν ένας συνεκτικός δεσμός μεταξύ των Αρβανιτών που, στα πλαίσια του, ανανέωναν κάθε χρόνο τις κοινωνικές και συγγενικές τους σχέσεις.
Αυτή η όμορφη παράδοση κοινής συμμετοχής σε μια λατρευτική εκδήλωση, δέχθηκε σοβαρό πλήγμα στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1960. Την περίοδο που κάθε τι σχετιζόμενο με την παράδοση του τόπου μας απλώς πετιόταν στα σκουπίδια, τότε που το χρυσοΰφαντο και βαρύτιμο τζάκο της γρίζας φοριότανε στον τρύγο για να προστατεύει την πλάτη από τις κακώσεις που επέφερε η μεταφορά των κοφινιών με τα σταφύλια. Αυτή η γενιά λοιπόν που ελαφρά τη καρδία πέταξε τα άγια στα σκυλιά και τους μαργαρίτας είς τους χοίρους, απεφάσισε για καθαρά οικονομικούς λόγους να αποσπάσει τους Κερατιώτες από την παμπάλαια αυτή λατρευτική εκδήλωση του κουρμπανιού στο Πανί και να μεταφέρει το εορτασμό στην Παναγία του Καρικά, στο καθολικό της άλλοτε Μονής Καρίκη ή Καρικά, γυναικείας εξαρτηματικής μονής της Μονής Πετράκη, σύμφωνα με έγγραφα που σώζονται στα Μνημεία της Πόλεως των Αθηνών. Παλαιό γυναικείο μοναστήρι που είχε διαλυθεί επί αντιβασιλείας Αρμανσπεργκ, η Παναγία του Καρικά διατηρούσε μόνο το άλλοτε καθολικό ενώ τα κελλιά των μοναζουσών μαζί με τους βοηθητικούς χώρους τους, κτισμένα στα δυτικά και τα βορειοανατολικά του τοιχίου που περιέβαλλε τη Μονή, είχαν από χρόνια καταρρεύσει. Το δε καθολικό τιμάτο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου και όχι την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής. Όλα αυτά παραβλέφθηκαν και στον βωμό του κέρδους δόθηκε η χαριστική βολή στο παραδοσιακό κουρμπάνι στο Πανί, με τους εμποροεπαγγελματίες να πληρώνουν τα κρέατα για να γίνει ξεχωριστό «κερατιώτικο» κουρμπάνι στου Καρικά. Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως η τοπική οικονομία της Κερατέας πλήττετο αφού οι πανηγυριώτες πήγαιναν κι άφηναν τα χρήματα τους σε Καλυβιώτες εμπόρους που μετέφεραν την πραμάτεια τους στο Πανί. Άρα συνέφερε καλύτερα τον εμπορικό κόσμο της Κερατέας το κουρμπάνι να γίνεται «σε Κερατιώτικη εκκλησία». Σοφιστείες και ανακρίβειες αφού όπως εξελίχθηκε το συγκεκριμένο πανηγύρι είναι πολύ αμφίβολο αν κάποιοι εμποροεπαγγελματίες κέρδισαν χρήματα από αυτό. Η εκούσια προσφορά θυσιαζομένων ζώων, έθιμο πανάρχαιο που έφτασε ζωντανό έως εκείνη την εποχή, καταργήθηκε. Τα κρέατα του στιφάδου και τα κρασιά πληρώνονταν για δεκαετίες από τους ίδιους τους εμποροεπαγγελματίες που πρωτοστάτησαν στη μεταφορά του, ενώ από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα τα έξοδα του πανηγυριού τα ανέλαβε ο «μακαρία τη λήξει» Δήμος Κερατέας.
Με την πάροδο του χρόνου το ενιαύσιο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής, από μια αυθόρμητη λατρευτική εκδήλωση του τοπικού πληθυσμού που ακολουθούσε και τηρούσε με συνέπεια ένα πανάρχαιο τελετουργικό, εκφυλίστηκε σε μια «λάιτ» γιορτή όπου οι περισσότεροι συρρέουν για το προσφερόμενο κρασί και το στιφάδο. Ήταν φυσικό αφού ζούμε σε μια εποχή που ο Χριστός θυμιάζεται με πλαστικό λιβάνι από νάιλον σακουλάκια του σούπερ μάρκετ. Και μόνο όταν τύχει να ακουστεί στο κουρμπάνι του Καρικά κάποια γνήσια παραδοσιακή φωνή, σαν αυτή του Παναγιώτη Λάλεζα, ξυπνάει μέσα στους ντόπιους πανηγυριώτες μνήμες και συναισθήματα νοσταλγικά από μια άλλη εποχή, από τότε που αυτοί ή οι γονείς τους συμμετείχαν λατρευτικά στο κουρμπάνι της Ζωοδόχου Πηγής και που για να συμμετάσχουν δεν λογάριαζαν ότι έπρεπε να ανεβούν στην κορυφή του βουνού και να κοιμηθούν στην ύπαιθρο. Τους έφτανε ότι εκεί θα βίωναν την εορτή ως Εκκλησία, ως Σώμα του Ζώντος Χριστού, τους αρκούσε το βίωμα, κι ας μην μπορούσαν να το εκφράσουν. Τώρα πλέον, μόνον όποτε τύχει ένας παραδοσιακός βάρδος που με τη φωνή του να ξυπνάει θύμησες ενός άλλου κόσμου αθωότητος, μένουν κι αφουγκράζονται κι αναθυμούνται σαν άλλοι καβαφικοί Ποσειδωνιάται «ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμενε προγονικό, μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους……»
Σε επόμενο άρθρο μου θα αναφερθώ για το κουρμπάνι στον Μαίστρο Αλεξανδρουπόλεως
Κουρμπάνι
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το κουρμπάνι είναι ένα έθιμο της Ελλάδας.
...στο Καλαμπάκι της Δράμας
Στο Καλαμπάκι της Δράμας γιορτάζεται κάθε 18 Ιανουαρίου (του Αγίου Αθανασίου). Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Κρυόνερο) κατά τη μετανάστευσή τους τη δεκαετία του 1920. Ο θρύλος αναφέρει πως το έθιμο ξεκίνησε όταν τη περίοδο της σποράς, έκανε στο Κρυόνερο την εμφάνισή του ένα ελάφι, κάτι που θεωρούνταν θεϊκό σημάδι. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού άφηναν το ζώο να ξεκουραστεί, στη συνέχεια το έσφαζαν και το μαγείρευαν μαζί με ένα ζωμό από αλεσμένο σιτάρι, το πληγούρι, που τοποθετούσαν σε μεγάλα καζάνια. Στη συνέχεια, το κουρμπάνι διανέμονταν στους κατοίκους του χωριού δωρεάν και το όλο έθιμο συμπλήρωναν εορταστικές εκδηλώσεις. Μία χρονιά, οι κάτοικοι δεν άφησαν το ζώο να ξεκουραστεί και έκτοτε δεν κατέβηκε ξανά. Από τότε συνέχισαν την παράδοση σφάζοντας αγελάδες. Τα υλικά για το κουρμπάνι (κρέας, σιτάρι) μαζεύονται από τους κατοίκους του χωριού αφιλοκερδώς.
Στη σύγχρονη εποχή, το κουρμπάνι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης της περιοχής του Καλαμπακίου και εορτάζεται πλέον με διήμερες εκδηλώσεις που τραβούν το ενδιαφέρον του κόσμου από το νομό Δράμας και όχι μόνο.
...στη Γρίβα του Κιλκίς
Στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στη Γρίβα, οι κάτοικοι την ημέρα της Αναλήψεως, γιορτάζουν το «κουρμπάνι». Το «κουρμπάνι» (1) , δηλαδή το συμποσιακό φαγητό κοινής εστιάσεως των χριστιανών (2) , είναι κληρονομικό έθιμο. Σύμφωνα με το έθιμο οι κάτοικοι του χωριού -μια φορά το χρόνο- με κοινή χρηματική συνεισφορά των ή από τάματα των πιστών , αποφάσιζαν όλοι μαζί να φτιάξουν φαγητό «περί υγείας» (3) αφιερωμένο στα παιδάκια του χωριού (4). Οι προσφορές είναι αρνάκια και όλες οι νοικοκυρές του χωριού μαγειρεύουν.
Χρονικό
Η ημέρα ξεκινά στις 08:30 με την Θεία Λειτουργία στο Ναό όπου ευλογείται ο άρτος του κουρμπανιού που προσφέρεται από τις γυναίκες (είτε αυτός αγοράστηκε είτε ζυμώθηκε παραδοσιακά). Έπειτα συγκεντρώνονται 21 ή 27 αρνάκια (…ή από προσφορές ή από συμπληρωματική δωρεά τις εκκλησίας ), το Λάδι, τα πράσινακρεμμύδια, το κόκκινο πιπέρι και ο δυόσμος. Αφού σφαχτούν τα αρνάκια, τα τεμαχίζουν και τα μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια. Στην συνέχεια προσθέτουν τα πράσινα κρεμμύδια, αλάτι, κόκκινο πιπέρι και δυόσμο, ετοιμάζοντας έτσι το «κουρμπάνι». Τα εντόσθια και οι συκωταριές τηγανίζονται χωριστά και στις 12:00 έρχονται τα παιδιά του χωριού να γευματίσουν με τον άρτο που τους μοιράζεται. Στους ήχους της καμπάνας, 3 το μεσημέρι, «ο Ιερέας ευλογεί το φαγητό» (5) δίνοντας έτσι την έναρξη της μοιρασιάς του φαγητού. Στην αρχή οι γυναίκες και τελευταίοι οι άντρες, οι οποίοι και προσφέρουν χρήματα στην εκκλησία εκφράζοντας έτσι και έμπρακτα τις ευχαριστίες τους. Όλοι υπομονετικά περιμένουν την σειρά τους. Η προσέλευση δε όλων των κατοίκων στον αυλόγυρο της εκκλησίας τους δένει και διατηρεί το έθιμο των πατεράδων και των παππούδων μας ζωντανό. Το έθιμο διατηρείται για αιώνες και έφτασε μέχρι την εποχή μας ως μέσον εξασφάλισης των αγαθών και της ίδιας της ζωής. Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλέπεται ο ψυχαγωγικός – συμποσιακός χαρακτήρας του κουρμπανιού σε μία εποχή λιτοδίαιτης φτώχιας και στέρησης παλαιοτέρων χρόνων.
(1) Κουρμπάνι – προέρχεται από την τουρκική λέξη kurban, που σημαίνει θύμα – λέγεται το ζώο που θυσιάζεται, καθώς και η θυσιαστική λειτουργία στο σύνολο της.
(2) Η διανομή του κρέατος, μαζί με άρτο, προσδίδει στο κουρμπάνι χαρακτήρα θρησκευτικού γεύματος, ανάλογου με τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
(3) Εικάζεται ότι επί τουρκοκρατίας κακό έπληξε το χωριό από μεγάλη αρρώστεια και μεταξύ άλλων τα παιδιά πέθαιναν και από ασιτία. Oι γονείς των παιδιών στράφηκαν στην εκκλησία και για να σταματήσει αυτό το κακό και έδωσαν ως τάμα αρνάκια για να φτιάξουν το κουρμπάνι.
(4) Παράλληλα βέβαια λειτουργεί στο όλο έθιμο και απόηχος αρχαϊκών αντιλήψεων και δοξασιών, που δίνουν στο κρέας εξαίρετες ιδιότητες δύναμης και υγεία.
(5) Το κουρμπάνι με μορφή κοινής εστιάσεως, έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό και από την Εκκλησία, η οποία και ευλογεί, όπως είδη σημειώθηκε, το κρέας με ειδική ευχή: «Επίσκεψαι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, τα εδέσματα των κρεών και αγιάσον αυτά…».
Ιστορική έρευνα
Το έθιμο εδραιώθηκε επί τουρκοκρατίας όταν οι Τούρκοι επέτρεψαν στους Έλληνες θρησκευτική εκδήλωση ανάλογη με τη δική τους, το " Μπαϊράμι". Οι Έλληνες μην έχοντας άλλη ευκαιρία για συγκέντρωση, δέχτηκαν ευχαρίστως το έθιμο στη γιορτή του Αγίου Αθανασίου, επεκτείνοντάς το μάλιστα και στη γιορτή της Αναλήψεως.
Επι Τουρκοκρατίας δόθηκε εντολή από τον Μπέη να σταματήσει το έθιμο με αποτέλεσμα πολλά παιδιά να αρρωσταίνουν ξανά και να πεθαίνουν. Έτσι επετράπη πάλι η συνέχισή του.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Μορφωτικός Πολιτιστικός Σύλλογος Καλαμπακίου - Το έθιμο του Κουρμπανιού
Μορφές λαϊκού πολιτισμού στη Θράκη και στον Έβρο
http://www.forkeratea.com/2013/08/blog-post_7086.html#.U1uhRlV_thc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου