ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ
[Εις πλείστους ελληνικούς τόπους υπάρχουν φρούρια καλούμενα Κάστρα της Ωριάς η της Σουριάς, και προς τα φρούρια ταύτα συνάπτονται παραδόσεις περί αλώσεως αυτών δια δόλου υπό των Τούρκων και αυτοκτονίας της βασιλοπούλας, η οποία επί πολλά έτη ηρωϊκώς ανθίστατο εγκεκλεισμένη εν αυτώ. Αναφέρεται δε εις έκαστον αυτών και άσμα δημοτικόν, του οποίου πολυάριθμοι υπάρχουν παραλλαγαί. Η ανά πάσας τας ελληνικάς χώρας διάδοσις του δημοτικού άσματος και των παραδόσεων τούτων, υποδεικνύει, ως παρετηρήσαμεν εις τα ημετέρας Παραδόσεις, οπού εκτενώς πραγματευόμεθα περί του θέματος, ότι προήλθεν εκ παλαιού τινος προτύπου- σφόδρα δ' αμφίβολον όμως φαίνεται, ότι τούτο αφετηρίαν είχεν ιστορικόν τι γεγονός- αλλ' ούδ' ο τόπος ή το φρούριον εις ο ανεφέρετο το αρχέτυπον είναι εύκολον να εξακριβωθή, αι δ' εξενεχθείσαι περί τούτου εικασίαι ελέγχονται ατυχέσταται. Πρόδηλον τουναντίον είναι, ότι το αρχέτυπον άσμα απηρτίσθη εκ στοιχείων μυθικών και ιστορικών, κοινών και εις την δημώδη ελληνικήν ποίηοιν και εις τους αρχαίους μύθους. Και η μεταμφίεσις του εραστού εις καλόγηρον ή γυναίκα, όπως κατακτήση εξαπατήσας την ερωμένη, επαναλαμβάνεται συχνάκις εν αυτοίς, καθώς και η μεταμφίεσις πολεμιστών εις γυναίκας προς χείρωσιν πολεμίων ανυπόπτων. Βασιλοπούλαι επίσης κρημνίζουσιν εαυτάς από των τειχών του αλωθέντος φρουρίου, όπως μη πέσωσιν εις χείρας των πολεμίων. Και ο γυαλένιος πύργος, εν ω κατά τινας παραλλαγάς οικεί η κόρη, είναι συνήθης μυθολογική εικών.
Συνάφεια του άσματος προς τακριτικά υπεμφαίνεται εν τραπεζουντία παραλλαγή αυτού.
Εν τω επιμέτρω δημοσιεύεται και καππαδοκική παραλλαγή του άσματος.]
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυαίς του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα, όλοι 'ς τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_akritika_next.html
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/folk_songs/akritika.htm
[Εις πλείστους ελληνικούς τόπους υπάρχουν φρούρια καλούμενα Κάστρα της Ωριάς η της Σουριάς, και προς τα φρούρια ταύτα συνάπτονται παραδόσεις περί αλώσεως αυτών δια δόλου υπό των Τούρκων και αυτοκτονίας της βασιλοπούλας, η οποία επί πολλά έτη ηρωϊκώς ανθίστατο εγκεκλεισμένη εν αυτώ. Αναφέρεται δε εις έκαστον αυτών και άσμα δημοτικόν, του οποίου πολυάριθμοι υπάρχουν παραλλαγαί. Η ανά πάσας τας ελληνικάς χώρας διάδοσις του δημοτικού άσματος και των παραδόσεων τούτων, υποδεικνύει, ως παρετηρήσαμεν εις τα ημετέρας Παραδόσεις, οπού εκτενώς πραγματευόμεθα περί του θέματος, ότι προήλθεν εκ παλαιού τινος προτύπου- σφόδρα δ' αμφίβολον όμως φαίνεται, ότι τούτο αφετηρίαν είχεν ιστορικόν τι γεγονός- αλλ' ούδ' ο τόπος ή το φρούριον εις ο ανεφέρετο το αρχέτυπον είναι εύκολον να εξακριβωθή, αι δ' εξενεχθείσαι περί τούτου εικασίαι ελέγχονται ατυχέσταται. Πρόδηλον τουναντίον είναι, ότι το αρχέτυπον άσμα απηρτίσθη εκ στοιχείων μυθικών και ιστορικών, κοινών και εις την δημώδη ελληνικήν ποίηοιν και εις τους αρχαίους μύθους. Και η μεταμφίεσις του εραστού εις καλόγηρον ή γυναίκα, όπως κατακτήση εξαπατήσας την ερωμένη, επαναλαμβάνεται συχνάκις εν αυτοίς, καθώς και η μεταμφίεσις πολεμιστών εις γυναίκας προς χείρωσιν πολεμίων ανυπόπτων. Βασιλοπούλαι επίσης κρημνίζουσιν εαυτάς από των τειχών του αλωθέντος φρουρίου, όπως μη πέσωσιν εις χείρας των πολεμίων. Και ο γυαλένιος πύργος, εν ω κατά τινας παραλλαγάς οικεί η κόρη, είναι συνήθης μυθολογική εικών.
Συνάφεια του άσματος προς τακριτικά υπεμφαίνεται εν τραπεζουντία παραλλαγή αυτού.
Εν τω επιμέτρω δημοσιεύεται και καππαδοκική παραλλαγή του άσματος.]
Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα,
σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα.
Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα οργυαίς του ψήλου, δώδεκα πλατύ,
μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,
με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά,
και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα.
Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,
δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο.
Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί,
'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.
"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου,
αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;
-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό,
και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο.
-Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά,
ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά,
μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."
Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.
Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,
'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.
"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,
πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.
-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.
-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,
εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,
είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.
Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,
χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,
κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς.
Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.
-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.
-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.
-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.
-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."
Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε.
Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε,
κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή,
κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε.
Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα, όλοι 'ς τα φλωριά,
και κείνος εις την κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.
Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε,
μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά,
παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.
http://www.myriobiblos.gr/afieromata/dimotiko/txt_akritika_next.html
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/folk_songs/akritika.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου